Σώθηκα από τον Θεό όντας όμηρος ενός δολοφόνου
Όντας συνηθισμένος στην φράση «τα χρήματα δεν είναι το παν, αλλά χωρίς αυτά, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα», πάντα έδινα μεγάλη σημασία στα χρήματα και προσπαθούσα με κάθε δυνατό τρόπο να βγάζω πολλά.
Αφότου οι γονείς μου άρχισαν να πιστεύουν στον Θεό, μαρτυρούσαν σε εμένα το ευαγγέλιο τής βασιλείας του Θεού. Μου είπαν ότι το να έχουν αρκετά χρήματα για τις ανάγκες μου ήταν ο σωστός τρόπος και προσπαθούσαν να με πείσουν να ακολουθήσω την αλήθεια και να πιστέψω στον Θεό δεόντως. Αν και ήξερα ότι ήταν καλό να πιστεύω στο Θεό, και πάλι θεωρούσα ότι το να βγάζεις χρήματα ήταν πιο σημαντικό, γιατί με τα χρήματα μπορούσα να αγοράσω ό,τι ήθελα και τα χρήματα είναι κάτι στο οποίο μπορείς να βασιστείς. Γι’ αυτό, σπάνια παρακολουθούσα εκκλησιαστικές συναντήσεις και πάντα προσπαθούσα να καταλάβω πώς θα μπορούσα να φύγω από το σπίτι και να βγάλω πολλά χρήματα. Μέχρι που μου συνέβη ένα περιστατικό που δεν θα ξεχάσω ποτέ και άλλαξε η άποψή μου.
Ήταν ένα απόγευμα με ψιλόβροχο. Περπατούσα πίσω στο σπίτι από την αγορά, όπου είχα αγοράσει κάποια πράγματα. Υπήρχε ένας στενός δρόμος που περνούσα από την αγορά για το σπίτι μου και υπήρχαν συνήθως πολλοί πεζοί. Ωστόσο, εκείνη την ημέρα ήταν εξαιρετικά ήσυχα και εκτός από μένα δεν μπορούσα να δω κανέναν σε αυτόν τον δρόμο. Όταν έφτασα περίπου τριακόσια με τετρακόσια μέτρα από το σπίτι μου, ξαφνικά ένιωσα ότι κάποιος ήταν πίσω μου. Πριν μπορέσω να γυρίσω, ένα μακρύ κοφτερό μαχαίρι ήταν βαλμένο στο λαιμό μου. Και τότε ένας άνθρωπος μου είπε: «Μην κουνηθείς, αλλιώς το μαχαίρι μου θα πάρει τη ζωή σου. Έχω σκοτώσει έναν άνθρωπο και μερικοί άνθρωποι πίσω μας τώρα με κυνηγούν. Πρέπει να με προστατεύσεις από αυτούς. Διαφορετικά, θα σε σκοτώσω κι εσένα. Έχω σκοτώσει ένα άτομο σήμερα, γι ‘αυτό δεν με νοιάζει να σκοτώσω και άλλο». Στη συνέχεια, με πίεσε σε ένα δέντρο στο δρόμο και έβαλε το μαχαίρι πολύ κοντά στο λαιμό μου.
Βρισκόμουν κάτω από το δέντρο παγωμένος από αυτή την ξαφνική σειρά γεγονότων, σαν σε ένα όνειρο. Ερχόμενος στα λογικά μου, ήξερα ότι τώρα ήμουν όμηρος του δολοφόνου. Κοιτάζοντας γύρω, δεν μπορούσα να δω ούτε ένα άτομο, και ένιωσα ότι η ζωή μου μπορεί να φτάνει στο τέλος της. Τότε δεν είχα ιδέα ποιος θα μπορούσε να έρθει για να με σώσει. Ξαφνικά, σκέφτηκα τον Θεό και γι’ αυτό προσευχήθηκα βιαστικά στον Θεό στην καρδιά μου: «Ω Θεέ! Κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει τώρα. Κι όσα περισσότερα χρήματα κι αν έχω, δεν θα σώσουν τη ζωή μου. Μόνο εσύ μπορείς να με σώσεις. Θεέ! Αν μπορώ να επιβιώσω αυτή τη φορά, σίγουρα θα Σε εμπιστευθώ αληθινά».
Μετά την προσευχή η καρδιά μου ηρέμησε πολύ. Τότε είδα πέντε με έξι ανθρώπους με αδιάβροχα που έτρεχαν προς το μέρος μου. Φάνηκαν να ψάχνουν για κάποιον επειδή κοιτούσαν παντού. Εκείνη την ώρα κρατούσα μια ομπρέλα ενώ ο δολοφόνος κρατιόταν κόντρα στην πλάτη μου. Αισθάνθηκα ότι έτρεμε παντού. Αν και η ομπρέλα και το σώμα μου τον προστάτευαν κάπως, αυτοί οι άνθρωποι και πάλι θα καταλάβαιναν ότι υπήρχε κάποιος από πίσω μου όταν θα έρχονταν κοντά. Έτσι προσποιήθηκα ότι κατέβαζα τα παντελόνια μου, κάνοντας τους να πιστέψουν ότι ήθελα να ουρήσω. Βλέποντας το πως έκανα, όλοι με απέφυγαν και συνέχισαν να τρέχουν μπροστά.
Βλέποντας ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν φύγει, είπα στον δολοφόνο: «Έχουν φύγει όλοι. Μπορώ να φύγω τώρα;» Ωστόσο, επέμεινε: «Όχι. Υπάρχουν ακόμα μερικοί που έρχονται». Έστριψε το μαχαίρι που είχε βάλει στο λαιμό μου και άρχισα να φοβάμαι πάλι, φοβούμενος ότι θα με σκότωσε αν φούντωνα τον θυμό του. Μπορούσα μόνο να φωνάξω στον Θεό απεγνωσμένα στην καρδιά μου. Θυμήθηκα ότι τα λόγια του Θεού λένε: «Η καρδιά και το πνεύμα του ανθρώπου κρατιούνται από το χέρι του Θεού και όλη η ζωή του ανθρώπου γίνεται αντιληπτή στα μάτια του Θεού. Ανεξάρτητα από το αν το πιστεύεις ή όχι αυτό, ο καθένας και όλα τα πράγματα, ζωντανά ή νεκρά, θα αλλάξουν, θα μετατραπούν, θα ανανεωθούν και θα εξαφανιστούν σύμφωνα με τις σκέψεις του Θεού. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός κυβερνάει τα πάντα».
Προσέχοντας τα λόγια του Θεού, κατάλαβα ότι η μοίρα μου ήταν στο χέρι του Θεού και έτσι και η μοίρα του δολοφόνου. Χωρίς την άδεια του Θεού, δεν θα έκανε τίποτα βλαβερό σε μένα. Με αυτή τη σκέψη ησύχασα και δεν ήμουν τόσο φοβισμένος όσο ήμουν πριν.
Ηρέμησα και του είπα: «Τι σε φοβίζει; Ούτε που φοβάμαι. Απλά σε προστατεύω. Δεν είναι και καμιά μεγάλη υπόθεση. Μην είσαι νευρικός. Θα σε βοηθήσω. Τώρα βιάσου άσε στην άκρη το μαχαίρι σου. Το χέρι σου τρέμει». Με κοίταξε με έκπληξη, μετέφερε το μαχαίρι από το λαιμό μου στην πλάτη μου, και κράτησε το μαχαίρι στην πλάτη μου. Βλέποντας ότι χαλάρωσε λίγο, είπα σκόπιμα: «Πολλοί άνθρωποι μπροστά πλησιάζουν. Σε κυνηγούν;» Ακούγοντας το αυτό, ήταν τόσο φοβισμένος που το χέρι του άρχισε να τρέμει πάλι, και επέσυρε το χέρι του ακούσια. Όταν ένιωσα ότι το μαχαίρι είχε αφήσει την πλάτη μου άρχισα να τρέχω μακριά βιαστικά. Έτρεχα και φώναζα για βοήθεια ενώ με κυνηγούσε πλησιάζοντας. Είχα τρέξει λίγα μέτρα και είδε ότι επρόκειτο να με πιάσει, όταν ξαφνικά εμφανίστηκαν δύο μοτοσυκλέτες. Οι άνθρωποι πάνω σε αυτές με άκουσαν να φωνάζω για βοήθεια και επιβράδυναν. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα ότι ο δολοφόνος είχε κρύψει το μαχαίρι του πίσω από την πλάτη του και είχε προφανώς επιβραδύνει και δεν τόλμησε να έρθει κοντά μου. Τότε άρχισα να τρέχω απεγνωσμένα, και είδα ότι τώρα υπήρχαν πεζοί στο δρόμο.
Έτρεξα όλη την διαδρομή μέχρι το σπίτι. Και μόλις μπήκα στο σπίτι, κατέρρευσα στο πάτωμα και τα πόδια μου εξακολουθούσαν να τρέμουν. Μετά από μερικές αναπνοές, πήγα στο δωμάτιό μου. Στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη και είδα ότι υπήρχε ένα σημάδι από μαχαίρι και λίγο αίμα στο λαιμό μου. Πριν από λίγα λεπτά, όταν άρχισα να τρέχω δεν υπήρχε ούτε ένας πεζός στο δρόμο και όταν δολοφόνος επρόκειτο να με φτάσει, πλησίασαν δύο μοτοσυκλέτες και πεζοί εμφανίστηκαν στο δρόμο. Συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά ήταν κάτω από την κυριαρχία και τη συμφωνία του Θεού. Ήταν ο Θεός που με έσωσε.
Έπειτα διάβασα τα λόγια του Θεού, που λένε: «Ο Παντοδύναμος δείχνει έλεος σ’ αυτούς τους ανθρώπους που έχουν υποφέρει βαθύτατα· ταυτόχρονα, έχει απηυδήσει με αυτούς τους ανθρώπους που δεν έχουν συνειδητότητα, καθώς περιμένει πολύ καιρό μια απάντηση από τα ανθρώπινα όντα. Επιθυμεί να αναζητήσει, να αναζητήσει την καρδιά και το πνεύμα σου, να σου φέρει νερό και τροφή για να σε αφυπνίσει, ώστε να μην είσαι πια διψασμένος και πεινασμένος. Όταν είσαι αποκαμωμένος και αρχίζεις να αισθάνεσαι κάπως τη ζοφερή απόγνωση αυτού του κόσμου, μη νιώθεις χαμένος, μην κλαις. Ο Παντοδύναμος Θεός, ο Φύλακας, θα καλοδεχθεί την άφιξή σου οποιαδήποτε στιγμή. Επαγρυπνεί στο πλευρό σου, περιμένοντάς σε να γυρίσεις πίσω. Περιμένει την ημέρα που θα ανακτήσεις ξαφνικά τη μνήμη σου: όταν θα συνειδητοποιήσεις ότι προήλθες από τον Θεό, ότι σε άγνωστο χρόνο έχασες τον δρόμο σου, ότι σε άγνωστο χρόνο έχασες καθ’ οδόν τη συνειδητότητά σου κι ότι σε άγνωστο χρόνο απέκτησες έναν “πατέρα”· επιπλέον, όταν θα συνειδητοποιήσεις ότι ο Παντοδύναμος πάντα επαγρυπνούσε και περίμενε εκεί πέρα την επιστροφή σου πάρα πολύ καιρό. Επαγρυπνεί με απεγνωσμένη λαχτάρα, περιμένει μιαν απόκριση δίχως απάντηση. Το ότι στέκεται φρουρός είναι άκρως ανεκτίμητο και γίνεται για χάρη της ανθρώπινης καρδιάς και του ανθρώπινου πνεύματος. Ίσως να στέκεται φρουρός επ’ αόριστον και ίσως αυτό να βρίσκεται στο τέλος του. Όμως θα πρέπει να γνωρίζεις ακριβώς πού βρίσκονται αυτήν τη στιγμή η καρδιά και το πνεύμα σου».
Από τα λόγια του Θεού ένιωσα το έλεος και την αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους. Ακόμα κι αν μετά τη διαφθορά του Σατανά, οι καρδιές και τα πνεύματά μας είναι μουδιασμένα και αγνοούμε τη σωτηρία του Θεού, ο Θεός δεν παραιτείται από τη σωτηρία μας, αλλά συνεχίζει να μας παρακολουθεί και να μας προστατεύει, περιμένοντας μας να αναστήσουμε τα πνεύματά μας και να επιστρέψουμε σε Αυτόν μια μέρα
Σκεφτόμουν το πώς οι γονείς μου με ζήτουσαν συχνά να πιστεύω δεόντως στον Θεό, να διαβάζω τα λόγια του Θεού περισσότερο και να σταματήσω να επιθυμώ τον κοσμικό πλούτο και τα υλικά αγαθά, τα οποία είναι όλα κενά και δεν μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να κερδίσουν τη ζωή. Αλλά πάντα ήμουν κουφός σε ό,τι λέγαν και αρνιόμουν να ακούσω τις προτροπές τους. Όταν μου συνέβη αυτό το περιστατικό, γνώρισα ότι τα χρήματα και τα υλικά αγαθά δεν μπορούν να σώσουν τη ζωή μου, μόνο ο Θεός μπορεί. Συνήθιζα να επαναστατώ ενάντια στον Θεό, αλλά ο Θεός δεν παραιτήθηκε ποτέ από τη σωτηρία μου. Όταν αντιμετώπισα τον κίνδυνο, με βοήθησε και μου έδειξε έλεος. Είμαι γεμάτος με ευγνωμοσύνη για τον Θεό και είμαι αποφασισμένος να πιστέψω ορθά στο Θεό, να αναζητήσω την αλήθεια και να εκπληρώσω το καθήκον ενός δημιουργημένου όντος να ανταποδώσω την αγάπη του Θεού.
By Li Hui, Spain