Νωρίς σήμερα το πρωί, ήρθε η φίλη μου στο σπίτι μου και διάβασε την Βίβλο μαζί μου. Διαβάσαμε τον Ιωάννη 9:1-39:
«Και ενώ ανεχώρει, είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής. Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού, λέγοντες· Ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος ή οι γονείς αυτού, ώστε να γεννηθή τυφλός; Απεκρίθη ο Ιησούς· Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλά διά να φανερωθώσι τα έργα του Θεού εν αυτώ» (Ιωάν. 9:1-3).
«Αφού είπε ταύτα, έπτυσε χαμαί και έκαμε πηλόν εκ του πτύσματος και επέχρισε τον πηλόν επί τους οφθαλμούς του τυφλού και είπε προς αυτόν· Ύπαγε, νίφθητι εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ, το οποίον ερμηνεύεται απεσταλμένος. Υπήγε λοιπόν και ενίφθη, και ήλθε βλέπων» (Ιωάν. 9:6-7).
«Έλεγον λοιπόν τινές εκ των Φαρισαίων· Ούτος ο άνθρωπος δεν είναι παρά του Θεού, διότι δεν φυλάττει το σάββατον. Άλλοι έλεγον· Πως δύναται άνθρωπος αμαρτωλός να κάμνη τοιαύτα θαύματα; Και ήτο σχίσμα μεταξύ αυτών. Λέγουσι πάλιν προς τον τυφλόν· Συ τι λέγεις περί αυτού, επειδή ήνοιξε τους οφθαλμούς σου; Και εκείνος είπεν ότι προφήτης είναι. Δεν επίστευσαν λοιπόν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι ήτο τυφλός και ανέβλεψεν, έως ότου εφώναξαν τους γονείς αυτού του αναβλέψαντος και ηρώτησαν αυτούς, λέγοντες· Ούτος είναι ο υιός σας, τον οποίον σεις λέγετε ότι εγεννήθη τυφλός; πως λοιπόν βλέπει τώρα; Απεκρίθησαν προς αυτούς οι γονείς αυτού και είπον· Εξεύρομεν ότι ούτος είναι ο υιός ημών και ότι εγεννήθη τυφλός· Πως δε βλέπει τώρα δεν εξεύρομεν, ή τις ήνοιξε τους οφθαλμούς αυτού ημείς δεν εξεύρομεν· αυτός ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε, αυτός περί εαυτού θέλει λαλήσει. Ταύτα είπον οι γονείς αυτού, διότι εφοβούντο τους Ιουδαίους· επειδή ήδη είχον συμφωνήσει οι Ιουδαίοι, εάν τις ομολογήση αυτόν Χριστόν, να γείνη αποσυνάγωγος. Διά τούτο οι γονείς αυτού είπον ότι ηλικίαν έχει, αυτόν ερωτήσατε» (Ιωάν. 9:16-23).
«Απεκρίθη ο άνθρωπος και είπε προς αυτούς· Εν τούτω μάλιστα είναι το θαυμαστόν, ότι σεις δεν εξεύρετε πόθεν είναι, και ήνοιξέ μου τους οφθαλμούς. Εξεύρομεν δε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει, αλλ’ εάν τις ήναι θεοσεβής και κάμνη το θέλημα αυτού, τούτον ακούει. Εκ του αιώνος δεν ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς γεγεννημένου τυφλού. Εάν ούτος δεν ήτο παρά Θεού, δεν ηδύνατο να κάμη ουδέν. Απεκρίθησαν και είπον προς αυτόν· Συ εγεννήθης όλος εν αμαρτίαις, και συ διδάσκεις ημάς; και εξέβαλον αυτόν έξω. Ήκουσεν ο Ιησούς ότι εξέβαλον αυτόν έξω, και ευρών αυτόν είπε προς αυτόν· Συ πιστεύεις εις τον Υιόν του Θεού; Απεκρίθη εκείνος και είπε· Τις είναι, Κύριε, διά να πιστεύσω εις αυτόν; Και ο Ιησούς είπε προς αυτόν· Και είδες αυτόν και ο λαλών μετά σου εκείνος είναι. Ο δε είπε· Πιστεύω, Κύριε· και προσεκύνησεν αυτόν. Και είπεν ο Ιησούς· Εγώ διά κρίσιν ήλθον εις τον κόσμον τούτον, διά να βλέπωσιν οι μη βλέποντες και να γείνωσι τυφλοί οι βλέποντες» (Ιωάν. 9:30-39).
Αφού διαβάσαμε αυτό το κείμενο στην Βίβλο, νιώσαμε και οι δύο πως υπήρχε βαθυστόχαστη σημασία σ’ αυτό και το συλλογιστήκαμε για λίγο. Ύστερα αρχίσαμε να εκφράζουμε τις απόψεις μας γι’ αυτή την ιστορία.
Πρώτη είπα: «Από αυτή την ιστορία, βλέπω τρεις διαφορετικούς τύπους συμπεριφοράς πιστών προς τον Θεό. Οι Φαρισαίοι αντιπροσωπεύουν τον τύπο ανθρώπου που πίστευε στον Θεό αλλά Του αντιστεκόταν. Ο τυφλός αντιπροσωπεύει τον τύπο ανθρώπου που είδε τα θαυμαστά έργα του Κυρίου Ιησού και κατόπιν παραδέχθηκε πως Εκείνος προέρχεται από τον Θεό. Οι γονείς του τυφλού αντιπροσωπεύουν τον τύπο ανθρώπων που ήταν άτολμοι και δειλοί, που σέβονταν τους ανθρώπους με επιρροή και εκτιμούσαν αυτούς που είχαν κύρος, κι έτσι δεν τολμούσαν να ομολογήσουν ότι ο Κύριος Ιησούς είναι ο Χριστός. Ωστόσο, αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι το εξής: Ο Ιησούς έκανε μια τόσο σπουδαία πράξη, θεράπευσε έναν άνθρωπο που γεννήθηκε τυφλός, τότε γιατί δεν συνειδητοποίησαν οι Φαρισαίοι πως ο Κύριος Ιησούς είναι ο Χριστός; Γιατί οι Φαρισαίοι πίστευαν στον Θεό αλλά Του αντιστέκονταν;»
Καθώς το ξανασκεφτόμουν, η φίλη μου είπε ξαφνικά: «Στην πραγματικότητα, δεν είναι δύσκολο να απαντήσουμε σ’ αυτές τις ερωτήσεις. Λίγο καιρό πριν, είδα ένα κείμενο σε μια ευαγγελιστική ιστοσελίδα, που μπορεί να απαντήσει στις ερωτήσεις σου ξεκάθαρα. Ας δούμε αυτά τα λόγια». Προκειμένου να μάθω τον λόγο, συμφώνησα πρόθυμα μαζί της. Αμέσως, άνοιξε την ιστοσελίδα, βρήκε αυτό το κείμενο και διάβασε: «Θέλετε να μάθετε τον λόγο για τον οποίο οι Φαρισαίοι αντιτάχθηκαν στον Ιησού; Επιθυμείτε να μάθετε την υπόσταση των Φαρισαίων; Φαντάζονταν πολλά πράγματα σχετικά με τον Μεσσία. Επιπλέον, πίστευαν μονάχα στον ερχομό του Μεσσία, αλλά δεν αναζητούσαν την αλήθεια της ζωής. Κι έτσι, ακόμη και σήμερα περιμένουν τον Μεσσία επειδή δεν γνωρίζουν την οδό της ζωής και δεν ξέρουν ποιος είναι ο δρόμος της αλήθειας. Πώς, πιστεύετε εσείς, τέτοιοι ανόητοι, ισχυρογνώμονες και αδαείς άνθρωποι μπορούν να κερδίσουν την ευλογία του Θεού; Πώς θα μπορούσαν να αντικρύσουν τον Μεσσία; Αντιτάχθηκαν στον Ιησού γιατί δεν γνώριζαν την κατεύθυνση του έργου του Αγίου Πνεύματος, διότι δεν ήξεραν την αλήθεια που είπε ο Ιησούς, κι επιπλέον, διότι δεν καταλάβαιναν τον Μεσσία. Και δεδομένου ότι δεν είχαν δει ποτέ τον Μεσσία και δεν ανήκαν ποτέ στη συντροφιά Του, έκαναν το λάθος να προσκολληθούν μάταια στο όνομα του Μεσσία, ενώ αντιτίθονταν στην υπόσταση του Μεσσία με κάθε τρόπο. Αυτοί οι Φαρισαίοι ουσιαστικά ήταν ισχυρογνώμονες, αλαζόνες και δεν υπάκουαν στην αλήθεια. Η αρχή της πίστης τους στον Θεό είναι: Ανεξαρτήτως από το πόσο βαθυστόχαστο είναι το κήρυγμά Σου, από το πόσο μεγάλη είναι η εξουσία Σου, Εσύ δεν είσαι ο Χριστός, εκτός κι αν Σε αποκαλούν Μεσσία. Δεν είναι παράλογες και γελοίες αυτές οι απόψεις;» (Όταν πλέον δεις το πνευματικό σώμα του Ιησού, ο Θεός θα έχει φτιάξει εκ νέου ουρανό και γη).
Αφού διάβασε είπε: «Από αυτό το κείμενο καταλαβαίνω ότι ο λόγος που οι Φαρισαίοι πίστευαν στον Θεό αλλά αντιστέκονταν σ’ Αυτόν, είναι επειδή ήταν αλαζονικοί από τη φύση τους και επέμεναν πεισματικά στις απόψεις τους. Δεν έψαχναν την αλήθεια, πόσο μάλλον να την δεχθούν. Από αυτές τις δύο προτάσεις που είπαν οι Φαρισαίοι: “Ούτος ο άνθρωπος δεν είναι παρά του Θεού, διότι δεν φυλάττει το σάββατον” και “Πως δύναται άνθρωπος αμαρτωλός να κάμνη τοιαύτα θαύματα;” μπορούμε να δούμε ότι συχνά έκριναν το έργο του Κυρίου Ιησού και Τον κατηγορούσαν χωρίς τον παραμικρό σεβασμό στην καρδιά τους. Αν και πίστευαν πως θα κατέβαινε ο Μεσσίας, δεν αναγνώρισαν καθόλου τον Μεσσία. Επομένως, όταν ήρθε ο Κύριος Ιησούς για να επιτελέσει το έργο Του, δεν δέχθηκαν ότι ήρθε από τον Θεό αλλά καταδίκασαν τον Κύριο Ιησού επειδή δεν συνέχιζε να μένει υπό τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης αλλά εργαζόταν και έκανε θαύματα την ημέρα του Σαββάτου. Είχαν διαπιστώσει εξουσία και δύναμη στα έργα και στα λόγια του Κυρίου Ιησού, κι όμως αρνούνταν να Τον δεχθούν, κι ακόμα Του επιτέθηκαν, Τον συκοφαντούσαν και Τον βλασφημούσαν μόνο και μόνο επειδή το όνομά Του δεν ήταν Μεσσίας. Στο τέλος, κάρφωσαν τον Κύριο στον σταυρό, διαπράττοντας έτσι ένα ειδεχθές έγκλημα και προσβάλλοντας σοβαρά τη διάθεση του Θεού».
Αφότου άκουσα την εξήγησή της, έγνεψα καταφατικά συμφωνώντας. Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα επίσης το γεγονός πως όχι μόνο οι ίδιοι οι Φαρισαίοι αντιστέκονταν στον Θεό, αλλά επίσης εξαπατούσαν τους πιστούς και τους παρακινούσαν να αντισταθούν και να καταδικάσουν τον Κύριο Ιησού. Όποιος δεχόταν ότι ο Ιησούς ήταν ο Σωτήρας, οι Φαρισαίοι τον πετούσαν έξω από τις συναγωγές. Έτσι, οι πιστοί δεν τολμούσαν να ακολουθήσουν ή να βασιστούν στον Κύριο Ιησού, και έχαναν την σωτηρία του Κυρίου. Γι’ αυτό ο Κύριος Ιησούς καταράστηκε τους Φαρισαίους: «Ουαί εις εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριταί, διότι κλείετε την βασιλείαν των ουρανών έμπροσθεν των ανθρώπων· επειδή σεις δεν εισέρχεσθε ουδέ τους εισερχομένους αφίνετε να εισέλθωσιν» (Ματθ. 23:14). Από αυτό μπορούσα να δω πως στην ουσία οι Φαρισαίοι μισούσαν την αλήθεια. Όχι μόνο δεν δέχονταν οι ίδιοι την αλήθεια, αλλά επίσης εμπόδιζαν άλλους από το να δεχθούν την αλήθεια.
Αμέσως μετά συνέχισε λέγοντας: «Μόλις ανέφερες πως οι γονείς του τυφλού αντιπροσωπεύουν επίσης ένα είδος ανθρώπων. Αν και είχαν εξαπατηθεί από τους Φαρισαίους, αποκαλύφθηκε ότι δεν αγαπούσαν την αλήθεια. Όπως ακριβώς αναφέρει η παραπομπή: “Μερικοί άνθρωποι δεν χαίρονται με την αλήθεια, πολύ λιγότερο, με την κρίση. Αντίθετα, χαίρονται με τη δύναμη και τον πλούτο. Αυτά τα άτομα κυνηγούν την εξουσία. […] Γιατί εκτιμούν μόνο τη θέση, το κύρος και τη δύναμη· αυτό που έχουν σε μεγάλη εκτίμηση είναι μεγάλες ομάδες και θρησκεύματα. Δεν έχουν κανένα σεβασμό για όλους εκείνους που οδηγούνται από τον Χριστό· είναι απλά προδότες που γύρισαν την πλάτη τους στον Χριστό, στην αλήθεια και στη ζωή” (Πιστεύεις αληθινά στον Θεό;).
Από την παραπομπή και τα εδάφια της Βίβλου που διαβάσαμε μόλις τώρα, μπορούμε να δούμε πως οι γονείς του τυφλού εκτιμούσαν την επιρροή και σέβονταν τους Φαρισαίους, τους ιερείς και τους γραμματείς σε υψηλές θέσεις. Πίστευαν στους Φαρισαίους και την επιρροή τους αντί να πιστεύουν στον Θεό. Γνώριζαν ξεκάθαρα πως ο Κύριος Ιησούς είχε κάνει τόσα θαυμαστά πράγματα και δικαιωματικά, θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες που θεράπευσε την τύφλωση του γιού τους και θα έπρεπε να γίνουν μάρτυρες του Ιησού για τα έργα Του, ενώπιον του πλήθους. Ωστόσο, βλέποντας πως ο Κύριος Ιησούς, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, δεν κατείχαν υψηλή θέση στην κοινωνία, δεν τόλμησαν να αναγνωρίσουν τη δύναμη του Κυρίου Ιησού, για να μην εκδιωχθούν από τη συναγωγή. Στην καρδιά τους, αντί να σεβαστούν τον Θεό ως σημαντικό, έβαλαν το κύρος και την επιρροή πάνω από οτιδήποτε άλλο. Είδαν πως οι Φαρισαίοι γνώριζαν την Βίβλο πολύ καλά, συχνά εξηγούσαν την πνευματική γνώση και τις θεολογικές θεωρίες, είχαν κύρος και καλή φήμη και κατείχαν την επιδοκιμασία, τους θαύμαζαν, είχαν γίνει ακόμα και είδωλα από τους συνηθισμένους ανθρώπους, κι έτσι ήταν πρόθυμοι να δεχθούν το κύρος και την επιρροή των Φαρισαίων και να τους ακολουθούν. Πίστευαν πως θα μπορούσαν να σωθούν μόνο αν δεν εκδιώκονταν από τη συναγωγή. Εμπιστεύονταν την ίδια τους την ελπίδα για σωτηρία στους Φαρισαίους, κι έτσι πώς θα μπορούσαν να γνωρίζουν ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν αντισταθεί στον Κύριο; Έτσι το ίδιο τους το μέλλον καταστράφηκε από τους Φαρισαίους».
Σ’ αυτό το σημείο, ένιωσα πως αυτά που είπε ήταν πολύ διαφωτιστικά. Μετά από αυτά, μίλησε για το είδος ανθρώπων όπως ο τυφλός, και μού διάβασε ένα άλλο κείμενο: «Η γνώση της εξουσίας του Θεού, της δύναμης του Θεού, της ίδιας της ταυτότητας του Θεού και της ουσίας του Θεού δεν επιτυγχάνεται αν επαφίεσαι στη φαντασία σου. Μιας και δεν μπορείς να επαφίεσαι στη φαντασία σου για να γνωρίσεις την εξουσία του Θεού, τότε ποιος είναι ο τρόπος για να επιτύχεις την αληθινή γνώση της εξουσίας του Θεού; […] Το να μη χρησιμοποιείς το μυαλό σου για να σκεφτείς και να φανταστείς σημαίνει να μη χρησιμοποιείς τη λογική για να βγάζεις συμπεράσματα, να μη χρησιμοποιείς τη γνώση για να κάνεις αναλύσεις, να μη βασίζεσαι στην επιστήμη, αλλά αντιθέτως να εκτιμάς, να επαληθεύεις και να επιβεβαιώνεις ότι ο Θεός στον οποίον πιστεύεις έχει εξουσία, να επιβεβαιώνεις ότι η μοίρα σου είναι υπό την κυριαρχία Του και ότι η δύναμή Του πάντα αποδεικνύει ότι Εκείνος είναι ο ίδιος ο αληθινός Θεός, μέσα από τον λόγο του Θεού, μέσα από την αλήθεια, μέσα από οτιδήποτε αντιμετωπίζεις στη ζωή. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί κάποιος να επιτύχει την κατανόηση του Θεού» (Ο ίδιος ο Θεός, ο μοναδικός Α΄).
«Το κείμενο αποκαλύπτει πως η οδός για να καταλάβουμε τον Θεό, είναι να βιώσουμε τα έργα του Θεού μέσω των λόγων που εξέφρασε ο Θεός και μέσα από πρακτικές εμπειρίες, όπως ακριβώς ο τυφλός αναγνώρισε τον Ιησού. Η κοινή λογική μας, μας λέει πως τα οφθαλμολογικά προβλήματα θα γίνονταν πιο σοβαρά αν άλειφαν τα μάτια μας με πηλό και σάλιο. Παρόλα αυτά, ο τυφλός μπορούσε να ξαναδεί αφότου πλύθηκε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ σύμφωνα με τις οδηγίες του Κυρίου Ιησού. Κατάλαβε πως ο Κύριος Ιησούς είχε την εξουσία και τη δύναμη που δεν θα μπορούσε να κατέχει ένας συνηθισμένος δημιουργημένος άνθρωπος. Έτσι είπε: “Εξεύρομεν δε ότι αμαρτωλούς ο Θεός δεν ακούει, αλλ’ εάν τις ήναι θεοσεβής και κάμνη το θέλημα αυτού, τούτον ακούει. Εκ του αιώνος δεν ηκούσθη ότι ήνοιξέ τις οφθαλμούς γεγεννημένου τυφλού. Εάν ούτος δεν ήτο παρά Θεού, δεν ηδύνατο να κάμη ουδέν” (Ιωάν. 9:31-33). Από τα λόγια του τυφλού μπορούμε να δούμε πως είχε γνωρίσει ότι ο Κύριος Ιησούς προερχόταν από τον Θεό. Το ότι μπορούσε να εκτιμήσει την εξουσία και τη δύναμη του Θεού, δεν εξαρτιόταν από το πόση πνευματική γνώση κατείχε, ή από τη σημασία των δογμάτων που καταλάβαινε, ή πόσο πολύ τριγυρνούσε και πόσο εργάστηκε. Αντίθετα, τα εκτίμησε μέσω των λόγων και των έργων του Ιησού. Βλέπουμε από αυτό, πως τα πνευματικά μάτια αυτού του τυφλού ανθρώπου, δεν ήταν τυφλά».
Ακούγοντας αυτά που μοιράστηκε μαζί μου, οδηγήθηκα σ’ έναν ανεμοστρόβιλο από σκέψεις: Αυτοί οι άνθρωποι περίμεναν με ανυπομονησία τον ερχομό του Μεσσία στην Εποχή της Χάριτος, όμως όταν στ’ αλήθεια ήρθε ο Κύριος υιοθέτησαν διαφορετικές συμπεριφορές, που καθόρισαν αν θα επιτύχουν ή θα αποτύχουν όσον αφορά την πίστη στον Θεό. Στις μέρες μας, εμείς, ως πιστοί του Κυρίου Ιησού, περιμένουμε όλοι με ανυπομονησία την επιστροφή του Κυρίου. Όμως, όσον αφορά το ζήτημα της επιστροφής του Κυρίου, θα γίνουμε ένας από αυτούς τους τρεις τύπους ανθρώπων;
Δεν μπόρεσα παρά να αναστενάξω με νόημα:«Δεν θα πρέπει να είμαι Φαρισαίος, να αντιστέκομαι και να καταδικάζω το έργο του Θεού, ούτε θα πρέπει να είμαι σαν τους γονείς του τυφλού, που δεν είχαν αίσθηση της δικαιοσύνης, που ήταν άτολμοι και δειλοί. Είχαν δει το έργο του Θεού, την εξουσία και τη δύναμη, αλλά δεν μπορούσαν να ελευθερωθούν από τον έλεγχο και τα δεσμά του κύρους και της επιρροής. Προτιμούσαν να συνωμοτήσουν με αυτούς τους θρησκευτικούς ηγέτες και να πεθάνουν στη συναγωγή παρά να γίνουν μάρτυρες για τα έργα του Θεού και να ακολουθήσουν τα βήματα του Θεού, κι έτσι έχασαν τη σωτηρία του Θεού. Θα μάθω από τον τυφλό και θα αναγνωρίσω τον Θεό από τα λόγια Του και τα έργα Του, θα βιώσω και θα επιβεβαιώσω την εξουσία Του και θα επαληθεύσω την ταυτότητά Του και το κύρος Του από τα έργα Του. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να ακολουθήσουμε τα βήματα του Θεού και να υποδεχθούμε την επιστροφή του Κυρίου».
Αφότου άκουσε αυτά, έγνεψε καταφατικά συμφωνώντας. Ευχαριστώ πραγματικά τον Θεό επειδή σήμερα έλαβα όλα αυτά μέσω της ανάγνωσης της Βίβλου μαζί της. Όλη η δόξα ας είναι με τον Κύριο!
Από την Λίου Ζιν
Προτεινόμενα: