Στίχοι της Βίβλου για παραπομπή:
«Εν αρχή ήτο ο Λόγος, και ο Λόγος ήτο παρά τω Θεώ, και Θεός ήτο ο Λόγος»(Ιωάν. 1:1).
«Και ο Λόγος έγεινε σαρξ και κατώκησε μεταξύ ημών, και είδομεν την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά του Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν. 1:14).
«Λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· Τόσον καιρόν είμαι μεθ' υμών, και δεν με εγνώρισας, Φίλιππε; όστις είδεν εμέ είδε τον Πατέρα· και πως συ λέγεις, Δείξον εις ημάς τον Πατέρα; Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι εν τω Πατρί και ο Πατήρ είναι εν εμοί; τους λόγους, τους οποίους εγώ λαλώ προς υμάς, απ' εμαυτού δεν λαλώ· αλλ' ο Πατήρ ο μένων εν εμοί αυτός εκτελεί τα έργα. Πιστεύετέ μοι ότι εγώ είμαι εν τω Πατρί και ο Πατήρ είναι εν εμοί· ει δε μη, διά τα έργα αυτά πιστεύετέ μοι» (Ιωάν. 14:9-11).
«Εγώ και ο Πατήρ εν είμεθα» (Ιωάν. 10:30).
Σχετικά λόγια του Θεού:
Η έννοια της ενσάρκωσης είναι πως ο Θεός εμφανίζεται με σάρκα και έρχεται να εργαστεί με μορφή σάρκας μεταξύ των ανθρώπων που δημιούργησε. Έτσι, για να ενσαρκωθεί ο Θεός, πρέπει πρώτα να αποκτήσει σάρκα, σάρκα με κανονική ανθρώπινη φύση· αυτό, τουλάχιστον, πρέπει να ισχύει. Στην πραγματικότητα, η σημασία της ενσάρκωσης του Θεού είναι πως ο Θεός ζει και εργάζεται στη σάρκα, στην ουσία Του ενσαρκώνεται, γίνεται άνθρωπος.
Ο Χριστός, με κανονική ανθρώπινη φύση, είναι μια σάρκα στην οποία εισέρχεται το Πνεύμα, κατέχοντας κανονική ανθρώπινη φύση, κανονική λογική και ανθρώπινη σκέψη. «Εισέρχεται» σημαίνει πως ο Θεός γίνεται άνθρωπος, πως το Πνεύμα ενσαρκώνεται. Για να το θέσω απλά, είναι όταν ο ίδιος ο Θεός κατοικεί σε σάρκα με κανονική ανθρώπινη φύση και μέσω αυτής εκφράζει το θείο έργο Του — αυτό σημαίνει το να εισέρχεται ή να ενσαρκώνεται.
Η σημασία της ενσάρκωσης είναι ότι ένας συνηθισμένος, κανονικός άνθρωπος εκτελεί το έργο του ίδιου του Θεού· ότι δηλαδή ο Θεός εκτελεί το θεϊκό Του έργο στην ανθρώπινη φύση και, συνεπώς, συντρίβει τον Σατανά. Ενσάρκωση σημαίνει πως το Πνεύμα του Θεού ενσαρκώνεται, δηλαδή ο Θεός ενσαρκώνεται. Το έργο που επιτελεί στη σάρκα είναι το έργο του Πνεύματος, το οποίο εισέρχεται στη σάρκα και εκφράζεται μέσα από τη σάρκα. Κανείς εκτός από τη σάρκα του Θεού δεν μπορεί να εκπληρώσει τη διακονία του ενσαρκωμένου Θεού· δηλαδή, μόνο η σάρκα του ενσαρκωμένου Θεού, αυτή η κανονική ανθρώπινη φύση— και κανένας άλλος— δεν μπορεί να εκφράσει το θείο έργο. Εάν, κατά την πρώτη Του έλευση, ο Θεός δεν είχε την κανονική ανθρώπινη φύση πριν από την ηλικία των είκοσι εννέα— εάν αμέσως αφού γεννήθηκε μπορούσε να πραγματοποιεί θαύματα, εάν αμέσως αφού μίλησε μπορούσε να μιλήσει την ουράνια γλώσσα, εάν τη στιγμή που πρωτοπερπάτησε στη γη μπορούσε να αντιληφθεί όλα τα εγκόσμια ζητήματα, να ξεχωρίζει τις σκέψεις και τις προθέσεις κάθε ανθρώπου—ένα τέτοιο άτομο δεν θα μπορούσε να λέγεται κανονικός άνθρωπος, ούτε θα μπορούσε μια τέτοια σάρκα να λέγεται ανθρώπινη. Εάν αυτό είχε συμβεί με τον Χριστό, τότε η έννοια και η ουσία της ενσάρκωσης του Θεού θα είχαν χαθεί. Το ότι Εκείνος κατείχε κανονική ανθρώπινη φύση αποδεικνύει πως ήταν Θεός ενσαρκωμένος. Το γεγονός ότι υποβλήθηκε σε μια κανονική διαδικασία ανθρώπινης ανάπτυξης δείχνει περαιτέρω πως Εκείνος ήταν μια κανονική σάρκα. Κι επιπλέον, το έργο Του είναι επαρκής απόδειξη πως Εκείνος ήταν ο Λόγος του Θεού, το Πνεύμα Του Θεού που ενσαρκώθηκε. Ο Θεός ενσαρκώνεται εξαιτίας των αναγκών του έργου. Με άλλα λόγια, αυτό το στάδιο του έργου πρέπει να γίνει στη σάρκα, να γίνει με κανονική ανθρώπινη φύση. Αυτή είναι η προϋπόθεση προκειμένου «ο Λόγος να ενσαρκωθεί», προκειμένου «ο Λόγος να εμφανιστεί στη σάρκα», και είναι η αληθινή ιστορία πίσω από τις δύο ενσαρκώσεις του Θεού.
Η ενσαρκωμένη ζωή και το έργο Του μπορούν να διαιρεθούν σε δύο στάδια. Πρώτη είναι η ζωή που ζει πριν από την εκτέλεση της διακονίας Του. Ζει σε μία συνηθισμένη ανθρώπινη οικογένεια, με μια εντελώς κανονική ανθρώπινη φύση, υπακούοντας στα συνήθη ήθη και τους νόμους της ανθρώπινης ζωής, με φυσιολογικές ανθρώπινες ανάγκες (τροφή, ένδυση, στέγη, ύπνο), με κανονικές ανθρώπινες αδυναμίες και κανονικά ανθρώπινα συναισθήματα. Με άλλα λόγια, κατά το πρώτο στάδιο, ζει σε μια μη θεϊκή, απολύτως κανονική ανθρώπινη φύση, συμμετέχοντας σε όλες τις συνηθισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες. Το δεύτερο στάδιο είναι η ζωή που ζει αφού ξεκινά να εκτελεί τη διακονία Του. Εξακολουθεί να ζει στην κανονική ανθρώπινη φύση με ένα κανονικό ανθρώπινο κέλυφος, μη δείχνοντας κάποιο εξωτερικό σημάδι του υπερφυσικού. Ωστόσο, Εκείνος ζει αποκλειστικά για χάρη της διακονίας Του και στη διάρκεια αυτής της εποχής, η κανονική ανθρώπινη φύση Του βρίσκεται εξ ολοκλήρου στην υπηρεσία του κανονικού έργου της θεϊκής φύσης Του· διότι μέχρι τότε, η κανονική ανθρώπινη φύση Του έχει ωριμάσει σε σημείο που να είναι σε θέση να εκτελέσει τη διακονία Του. Έτσι, το δεύτερο στάδιο της ζωής Του είναι η εκτέλεση της διακονίας Του με την κανονική ανθρώπινη φύση Του, είναι μια ζωή τόσο μιας κανονικής ανθρώπινης φύσης, όσο και μιας ολοκληρωμένης θεϊκής φύσης. Ο λόγος που, κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου της ζωής Του ζει σε μια απολύτως κανονική ανθρώπινη φύση, είναι πως η ανθρώπινη φύση Του δεν είναι ακόμα ίση με το σύνολο του θεϊκού Του έργου, δεν έχει ωριμάσει ακόμη· μόνο μετά την ωρίμανσή της γίνεται ικανός να επωμιστεί τη διακονία Του και μπορεί να ξεκινήσει να την εκτελεί. Από τη στιγμή που Εκείνος, ως σάρκα, πρέπει να μεγαλώσει και να ωριμάσει, το πρώτο στάδιο της ζωής Του είναι αυτό της κανονικής ανθρώπινης φύσης, ενώ στο δεύτερο στάδιο, επειδή η ανθρώπινη φύση Του είναι σε θέση να αναλάβει το έργο Του και να εκτελέσει τη διακονία Του, η ζωή που ο ενσαρκωμένος Θεός διάγει κατά τη διακονία Του είναι μια ζωή τόσο της ανθρώπινης όσο και της ολοκληρωμένης θεϊκής φύσης. Αν ο ενσαρκωμένος Θεός είχε ουσιαστικά ξεκινήσει τη διακονία Του από τη στιγμή της γέννησης Του, εκτελώντας υπερφυσικά σημεία και τέρατα, τότε δεν θα είχε κάποια ενσώματη ουσία. Επομένως, η ανθρώπινη φύση Του υπάρχει χάρη στην ενσώματη ουσία Του· δεν μπορεί να υπάρξει σάρκα χωρίς ανθρώπινη φύση, και ένα άτομο χωρίς ανθρώπινη φύση δεν είναι ανθρώπινο ον. Με τον τρόπο αυτόν, η ανθρώπινη φύση της σάρκας του Θεού είναι μια εγγενής ιδιότητα της σάρκας του ενσαρκωμένου Θεού. Αν ειπωθεί ότι «όταν ο Θεός ενσαρκώνεται, είναι εξ ολοκλήρου Θεός, δεν είναι καθόλου άνθρωπος», είναι βλασφημία, διότι μια τέτοια άποψη είναι αδύνατο να εκφραστεί, καθώς παραβιάζει την αρχή της ενσάρκωσης. Ακόμη κι αφού ξεκινά να εκτελεί τη διακονία Του, η θεϊκή φύση Του κατοικεί ακόμα στο ανθρώπινο εξωτερικό κέλυφος ενόσω επιτελεί το έργο Του. Απλώς, κατά τη στιγμή εκείνη, η ανθρώπινη φύση Του εξυπηρετεί τον μοναδικό σκοπό του να επιτρέπει στη θεϊκή φύση Του να εκτελεί το έργο μέσα στην κανονική σάρκα. Έτσι, αυτή που επιτελεί το έργο είναι η θεϊκή φύση που κατοικεί στην ανθρώπινη φύση Του. Η θεϊκή φύση Του είναι αυτή που ενεργεί, και όχι η ανθρώπινη φύση Του, ωστόσο είναι μια θεϊκή φύση κρυμμένη μέσα στην ανθρώπινη φύση Του. Το έργο Του στην ουσία επιτελείται από την ολοκληρωμένη θεϊκή φύση Του, όχι από την ανθρώπινη φύση Του. Αλλά ο εκτελεστής του έργου είναι η σάρκα Του. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως Εκείνος είναι και άνθρωπος και Θεός, διότι ο Θεός γίνεται ένας Θεός που ζει στην σάρκα, με ανθρώπινο κέλυφος και με ανθρώπινη, αλλά και θεϊκή ουσία.
Προτεινόμενα: