Read more!
Read more!

Το έργο την Εποχή του Νόμου

Το έργο που επιτέλεσε ο Ιεχωβά στους Ισραηλίτες γνωστοποίησε στην ανθρωπότητα τον επίγειο τόπο προέλευσης του Θεού, που ήταν επίσης το ιερό μέρος όπου Εκείνος ήταν παρών. Περιόρισε το έργο Του στον λαό του Ισραήλ. Αρχικά, δεν έκανε έργο εκτός του Ισραήλ· αντιθέτως, επέλεξε έναν λαό που έκρινε κατάλληλο προκειμένου να περιορίσει το εύρος του έργου Του. Το Ισραήλ είναι το μέρος όπου ο Θεός δημιούργησε τον Αδάμ και την Εύα, και από το χώμα εκείνου του τόπου ο Ιεχωβά έφτιαξε τον άνθρωπο. Ο τόπος αυτός έγινε η βάση του έργου Του στη γη. Οι Ισραηλίτες, οι οποίοι ήταν οι απόγονοι του Νώε, καθώς επίσης και οι απόγονοι του Αδάμ, ήταν το ανθρώπινο θεμέλιο του έργου του Ιεχωβά στη γη.

Τον καιρό εκείνο, η σπουδαιότητα, ο σκοπός και τα στάδια του έργου του Ιεχωβά στο Ισραήλ ήταν για να αρχίσει το έργο Του σε ολόκληρη τη γη, το οποίο, με το Ισραήλ ως επίκεντρό του, διαδόθηκε σταδιακά στα έθνη των Εθνικών. Αυτή είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία εργάζεται Εκείνος σ’ ολόκληρο το σύμπαν —να εδραιώσει ένα πρότυπο και, στη συνέχεια, να το διευρύνει έως ότου όλοι οι άνθρωποι στο σύμπαν να έχουν δεχθεί το ευαγγέλιό Του. Οι πρώτοι Ισραηλίτες ήταν οι απόγονοι του Νώε. Οι άνθρωποι αυτοί ευλογήθηκαν μόνο με την πνοή του Ιεχωβά και κατανοούσαν αρκετά ώστε να φροντίζουν για τις βασικές ανάγκες της ζωής, αλλά δεν γνώριζαν τι είδους Θεός ήταν ο Ιεχωβά, ούτε ποιο ήταν το θέλημά Του για τον άνθρωπο, πόσο μάλλον δε, ότι έπρεπε να έχουν φόβο του Κυρίου όλης της κτίσης. Όσο για το αν υπήρχαν κανόνες και νόμοι προς τήρηση[α] ή αν υπήρχε κάποιο καθήκον που θα έπρεπε να εκτελούν τα δημιουργημένα όντα για τον Δημιουργό, οι απόγονοι του Αδάμ δεν γνώριζαν τίποτα σχετικά με αυτά τα πράγματα. Το μόνο που ήξεραν ήταν ότι ο άντρας έπρεπε να ιδρώνει και να εργάζεται σκληρά για να φροντίζει την οικογένειά του και ότι η γυναίκα έπρεπε να υποτάσσεται στον άντρα της και να διαιωνίζει την ανθρώπινη φυλή που είχε δημιουργήσει ο Ιεχωβά. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι αυτοί, που είχαν μόνο την πνοή του Ιεχωβά και τη ζωή Του, δεν ήξεραν τίποτα για το πώς να ακολουθούν τους νόμους του Θεού ή πώς να ικανοποιούν τον Κύριο όλης της κτίσης. Κατανοούσαν ελάχιστα. Οπότε, παρόλο που δεν υπήρχε τίποτα το διεφθαρμένο ή το απατηλό μες στην καρδιά τους, και παρόλο που σπανίως προέκυπταν ζήλειες και διαμάχες μεταξύ τους, δεν γνώριζαν ούτε κατανοούσαν καθόλου τον Ιεχωβά, τον Κύριο όλης της κτίσης. Αυτοί οι πρόγονοι του ανθρώπου ήξεραν μόνο να τρώνε και να απολαμβάνουν τα αγαθά του Ιεχωβά, αλλά δεν ήξεραν να έχουν φόβο του Ιεχωβά· δεν γνώριζαν ότι ο Ιεχωβά ήταν Εκείνος που θα έπρεπε να λατρεύουν γονυπετείς. Οπότε, πώς θα μπορούσαν να ονομάζονται δημιουργήματά Του; Αν ήταν έτσι, δεν θα είχαν ειπωθεί μάταια τα λόγια: «Ο Ιεχωβά είναι ο Κύριος όλης της κτίσης» και «Εκείνος δημιούργησε τον άνθρωπο προκειμένου ο άνθρωπος να Τον εκδηλώνει, να Τον δοξάζει και να Τον αντιπροσωπεύει»; Πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι που δεν είχαν καρδιά που να έχει φόβο του Ιεχωβά να γίνουν μαρτυρία για τη δόξα Του; Πώς θα μπορούσαν να γίνουν εκδηλώσεις της δόξας Του; Δεν θα γίνονταν τότε τα λόγια του Ιεχωβά: «Δημιούργησα τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Μου», όπλο στα χέρια του Σατανά, του πονηρού; Δεν θα γίνονταν τότε αυτά τα λόγια ένα σημάδι ταπείνωσης στη δημιουργία του ανθρώπου από τον Ιεχωβά; Προκειμένου να ολοκληρώσει εκείνο το στάδιο του έργου, ο Ιεχωβά, αφότου δημιούργησε τον άνθρωπο, μήτε τον δίδαξε μήτε τον καθοδήγησε από την εποχή του Αδάμ έως την εποχή του Νώε. Αντίθετα, μόνο μετά την καταστροφή του κόσμου από τον κατακλυσμό, ξεκίνησε Εκείνος να καθοδηγεί επίσημα τους Ισραηλίτες, οι οποίοι ήταν οι απόγονοι του Νώε και, επίσης, του Αδάμ. Το έργο και οι ομιλίες Του στο Ισραήλ παρείχαν καθοδήγηση σε όλον τον λαό του Ισραήλ καθώς οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν τη ζωή τους σε όλη τη γη του Ισραήλ, δείχνοντας, μ’ αυτόν τον τρόπο, στην ανθρωπότητα ότι ο Ιεχωβά δεν ήταν μόνο σε θέση να δώσει πνοή στον άνθρωπο, ώστε να έχει ζωή από Εκείνον και να σηκωθεί από το χώμα ως ένα δημιουργημένο ανθρώπινο ον, αλλά μπορούσε επίσης να κατακάψει την ανθρωπότητα και να καταραστεί την ανθρωπότητα, και με τη ράβδο Του να κυβερνήσει την ανθρωπότητα. Οι άνθρωποι αυτοί είδαν, επίσης, ότι ο Ιεχωβά μπορούσε να καθοδηγήσει τη ζωή του ανθρώπου στη γη και να μιλά και να εργάζεται μεταξύ των ανθρώπων σύμφωνα με τις ώρες της ημέρας και της νύχτας. Το έργο που έκανε αποσκοπούσε μόνο στο να μάθουν τα δημιουργήματά Του ότι ο άνθρωπος προήλθε από χώμα που Εκείνος πήρε στα χέρια Του και, επιπλέον, ότι ο άνθρωπος είχε δημιουργηθεί από Εκείνον. Εκτός αυτού, επιτέλεσε αρχικά το έργο Του στο Ισραήλ ώστε άλλοι λαοί και άλλα έθνη (που, ουσιαστικά, δεν ήταν ξεχωριστά από το Ισραήλ, αλλά, αντ’ αυτού, είχαν διαχωριστεί από τους Ισραηλίτες, ωστόσο παρέμεναν απόγονοι του Αδάμ και της Εύας) να λάβουν το ευαγγέλιο του Ιεχωβά από το Ισραήλ, ώστε όλα τα δημιουργημένα όντα στο σύμπαν να μπορέσουν να έχουν φόβο του Ιεχωβά και να Τον τιμούν ως μέγα. Αν ο Ιεχωβά δεν είχε ξεκινήσει το έργο Του στο Ισραήλ, αλλά, αντίθετα, αφότου δημιούργησε τους ανθρώπους, τους άφηνε να ζουν μια ξένοιαστη ζωή στη γη, τότε, στην περίπτωση εκείνη, λόγω της υλικής φύσης του ανθρώπου (φύση σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να γνωρίζει τα πράγματα που δεν μπορεί να δει, που σημαίνει ότι δεν θα γνώριζε ότι ο Ιεχωβά ήταν Εκείνος που δημιούργησε την ανθρωπότητα, πόσο μάλλον δε, τον λόγο που το έκανε), δεν θα γνώριζε ποτέ ότι ο Ιεχωβά ήταν Εκείνος που δημιούργησε την ανθρωπότητα ή ότι Εκείνος είναι ο Κύριος όλης της κτίσης. Αν ο Ιεχωβά δημιουργούσε τον άνθρωπο και τον έβαζε στη γη, και απλώς τίναζε το χώμα από τα χέρια Του και έφευγε, αντί να παραμείνει ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους δίνει καθοδήγηση για μια χρονική περίοδο, τότε όλη η ανθρωπότητα θα επέστρεφε στην ανυπαρξία. Ακόμη κι ο ουρανός και η γη, και όλα τα μυριάδες πράγματα που Εκείνος έφτιαξε, καθώς και όλη η ανθρωπότητα, θα είχαν επιστρέψει στην ανυπαρξία και, επιπλέον, θα είχαν ποδοπατηθεί από τον Σατανά. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η εξής επιθυμία του Ιεχωβά: «Στη γη, δηλαδή στο μέσο της δημιουργίας Του, να έχει ένα μέρος να σταθεί, ένα άγιο μέρος» θα είχε γκρεμιστεί. Κι έτσι, μετά τη δημιουργία των ανθρώπων, το γεγονός ότι ήταν σε θέση να παραμείνει ανάμεσά τους για να τους καθοδηγεί στη ζωή τους και να τους μιλά βρισκόμενος ανάμεσά τους, ήταν όλα για να πραγματοποιήσει την επιθυμία Του και να επιτύχει το σχέδιό Του. Το έργο που επιτέλεσε στο Ισραήλ αποσκοπούσε μόνο στην εκτέλεση του σχεδίου που είχε κάνει προτού δημιουργήσει τα πάντα και, συνεπώς, το γεγονός ότι εργάστηκε πρώτα μεταξύ των Ισραηλιτών και η δημιουργία των πάντων από Εκείνον δεν αντέβαιναν μεταξύ τους, αλλά έγιναν και τα δύο για χάρη της διαχείρισής Του, του έργου Του και της δόξας Του, και έγιναν με σκοπό την εμβάθυνση του νοήματος της δημιουργίας της ανθρωπότητας από Εκείνον. Μετά τον Νώε, καθοδήγησε τη ζωή της ανθρωπότητας στη γη για δύο χιλιάδες χρόνια, διάστημα κατά το οποίο δίδαξε στους ανθρώπους να κατανοούν πώς να έχουν φόβο του Ιεχωβά, τον Κύριο όλης της κτίσης, πώς να διάγουν τη ζωή τους και πώς να συνεχίσουν να ζουν και, πάνω απ’ όλα, πώς να ενεργούν ως μάρτυρες για τον Ιεχωβά, να Του υποτάσσονται και να έχουν φόβο γι’ Αυτόν, ακόμη και να Τον δοξάζουν με μουσική όπως έκαναν ο Δαβίδ και οι ιερείς του.

Πριν από τα δύο χιλιάδες χρόνια κατά τα οποία ο Ιεχωβά έκανε το έργο Του, ο άνθρωπος δεν γνώριζε τίποτα και σχεδόν ολόκληρη η ανθρωπότητα είχε βυθιστεί στην εξαχρείωση, έως ότου, πριν την καταστροφή του κόσμου από τον κατακλυσμό, αυτοί οι άνθρωποι είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθμό ανηθικότητας και διαφθοράς, που στην καρδιά τους δεν υπήρχε καθόλου ο Ιεχωβά, και ακόμη λιγότερο υπήρχε η οδός Του. Δεν κατανόησαν ποτέ το έργο που θα επιτελούσε ο Ιεχωβά· υστερούσαν σε λογική, ακόμα περισσότερο σε γνώση και, σαν μηχανές που ανέπνεαν, είχαν πλήρη άγνοια για τον άνθρωπο, τον Θεό, τον κόσμο, τη ζωή και ούτω καθεξής. Στη γη, έμπλεκαν με πολλούς πειρασμούς, όπως το φίδι, και έλεγαν πολλά πράγματα που ήταν προσβλητικά για τον Ιεχωβά, αλλά επειδή ήταν αδαείς, ο Ιεχωβά ούτε τους παίδευσε ούτε τους πειθάρχησε. Μόνο μετά τον κατακλυσμό, όταν ο Νώε ήταν 601 ετών, εμφανίστηκε επίσημα ο Ιεχωβά στον Νώε και καθοδήγησε εκείνον και την οικογένειά του, οδηγώντας τα πουλιά και τα ζώα που είχαν επιβιώσει από τον κατακλυσμό μαζί με τον Νώε και τους απογόνους του, μέχρι το τέλος της Εποχής του Νόμου, που διήρκησε συνολικά 2.500 χρόνια. Έκανε έργο στο Ισραήλ —δηλαδή, επίσημο έργο— επί 2.000 χρόνια συνολικά, και έργο ταυτόχρονα εντός του Ισραήλ και έξω από αυτό επί 500 χρόνια, που μας κάνουν μαζί 2.500 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δίδαξε τους Ισραηλίτες ότι για να υπηρετήσουν τον Ιεχωβά, θα έπρεπε να χτίσουν έναν ναό, να βάλουν ιερατικά άμφια και να περπατούν ξυπόλυτοι στον ναό την αυγή, μην τυχόν και τα παπούτσια τους σπιλώσουν τον ναό και σταλεί πάνω τους φωτιά από την κορυφή του ναού και τους κάψει μέχρι θανάτου. Εκτελούσαν τα καθήκοντά τους και υποτάχθηκαν στα σχέδια του Ιεχωβά. Προσεύχονταν στον Ιεχωβά στον ναό και, αφότου έλαβαν την αποκάλυψη του Ιεχωβά, αφότου, δηλαδή, είχε μιλήσει ο Ιεχωβά, καθοδήγησαν τα πλήθη και τους δίδαξαν ότι έπρεπε να δείχνουν φόβο του Ιεχωβά —του Θεού τους. Και ο Ιεχωβά τούς είπε ότι θα έπρεπε να χτίσουν έναν ναό και ένα θυσιαστήριο και, τη στιγμή που όρισε ο Ιεχωβά, δηλαδή το εβραϊκό Πάσχα, θα έπρεπε να ετοιμάσουν νεογέννητα μοσχάρια και αρνιά για να τα βάλουν στο θυσιαστήριο ως θυσίες για να υπηρετήσουν τον Ιεχωβά, έτσι ώστε να τους συγκρατήσει και να βάλει στην καρδιά τους φόβο του Ιεχωβά. Η υπακοή σ’ αυτόν τον νόμο έγινε το μέτρο της αφοσίωσής τους στον Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά όρισε, επίσης, γι’ αυτούς την ημέρα του Σαββάτου, την έβδομη ημέρα της δημιουργίας Του. Όρισε ως πρώτη ημέρα την ημέρα μετά το Σάββατο, μία ημέρα για να δοξάζουν τον Ιεχωβά, να Του προσφέρουν θυσίες και να συνθέτουν μουσική γι’ Αυτόν. Την ημέρα εκείνη, ο Ιεχωβά συγκάλεσε όλους τους ιερείς για να χωρίσουν τις θυσίες στο θυσιαστήριο προκειμένου να φάνε οι άνθρωποι, ώστε να απολαύσουν τις θυσίες στο θυσιαστήριο του Ιεχωβά. Και ο Ιεχωβά είπε ότι ήταν ευλογημένοι, ότι μοιράζονταν μία μερίδα μαζί Του και ότι ήταν ο εκλεκτός λαός Του (αυτή ήταν η διαθήκη του Ιεχωβά με τους Ισραηλίτες). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, μέχρι και σήμερα, ο λαός του Ισραήλ εξακολουθεί να λέει ότι ο Ιεχωβά είναι μόνο δικός του Θεός, και όχι ο Θεός των Εθνικών.

Κατά τη διάρκεια της Εποχής του Νόμου, ο Ιεχωβά θέσπισε πολλές εντολές προκειμένου να τις παραδώσει ο Μωυσής στους Ισραηλίτες που τον ακολούθησαν έξω από την Αίγυπτο. Οι εντολές αυτές δόθηκαν από τον Ιεχωβά στους Ισραηλίτες και δεν είχαν καμία σχέση με τους Αιγυπτίους· είχαν σκοπό να συγκρατήσουν τους Ισραηλίτες, κι Εκείνος χρησιμοποίησε τις εντολές για να θέσει απαιτήσεις από αυτούς. Αν τηρούσαν το Σάββατο, αν σέβονταν τους γονείς τους, αν προσκυνούσαν είδωλα και ούτω καθεξής —αυτές ήταν οι αρχές βάσει των οποίων κρινόταν αν ήταν αμαρτωλοί ή δίκαιοι. Μεταξύ αυτών, υπήρχαν κάποιοι που επλήγησαν από τη φωτιά του Ιεχωβά, κάποιοι που λιθοβολήθηκαν μέχρι θανάτου και κάποιοι που έλαβαν την ευλογία του Ιεχωβά, και αυτό καθοριζόταν με βάση το αν υπάκουαν σε αυτές τις εντολές ή όχι. Όσοι δεν τηρούσαν το Σάββατο, λιθοβολούνταν μέχρι θανάτου. Όσοι ιερείς δεν τηρούσαν το Σάββατο, πλήττονταν από τη φωτιά του Ιεχωβά. Όσοι δεν έδειχναν σεβασμό στους γονείς τους, λιθοβολούνταν κι εκείνοι μέχρι θανάτου. Όλα αυτά τα επιδοκίμαζε ο Ιεχωβά. Ο Ιεχωβά θέσπισε τις εντολές και τους νόμους Του ώστε, καθώς καθοδηγούσε τους ανθρώπους στη ζωή τους, εκείνοι θα άκουγαν τον λόγο Του, θα υποτάσσονταν σε αυτόν και δεν θα επαναστατούσαν εναντίον Του. Χρησιμοποίησε τους νόμους αυτούς για να διατηρήσει υπό έλεγχο τη νεογέννητη ανθρώπινη φυλή, ώστε να θέσει πιο γερά θεμέλια για το μελλοντικό Του έργο. Κι έτσι, βάσει του έργου που έκανε ο Ιεχωβά, η πρώτη εποχή ονομάστηκε η Εποχή του Νόμου. Παρόλο που ο Ιεχωβά εξέφρασε πολλές ομιλίες και επιτέλεσε μεγάλο έργο, καθοδήγησε τους ανθρώπους μόνο με θετικό τρόπο, διδάσκοντας στους αδαείς αυτούς ανθρώπους πώς να είναι άνθρωποι, πώς να ζουν, πώς να κατανοούν την οδό του Ιεχωβά. Ως επί το πλείστον, το έργο που επιτέλεσε είχε στόχο να τηρήσουν οι άνθρωποι την οδό Του και να ακολουθήσουν τους νόμους Του. Το έργο επιτελέστηκε σε ανθρώπους που ήταν ελαφρώς διεφθαρμένοι· δεν επεκτάθηκε τόσο ώστε να μεταμορφώσει τη διάθεσή τους ή την πρόοδό τους στη ζωή. Τον ενδιέφερε μόνο να χρησιμοποιεί νόμους για να συγκρατεί και να ελέγχει τους ανθρώπους. Για τους Ισραηλίτες της εποχής εκείνης, ο Ιεχωβά ήταν απλώς ένας Θεός στον ναό, ένας Θεός στους ουρανούς. Ήταν μία στήλη νεφέλης, μία στήλη φωτιάς. Το μόνο που ζητούσε από εκείνους ο Ιεχωβά ήταν να υπακούν σε αυτά που είναι σήμερα γνωστά ως οι νόμοι και οι εντολές Του —θα μπορούσε, μάλιστα, να πει κανείς και κανόνες— διότι όσα έκανε ο Ιεχωβά δεν είχαν σκοπό να τους μεταμορφώσουν, αλλά να τους δώσουν περισσότερα από τα πράγματα που οφείλει να έχει ο άνθρωπος και να τους διδάξει από το ίδιο Του το στόμα, γιατί, μετά τη δημιουργία του, ο άνθρωπος δεν είχε τίποτα από όσα όφειλε να κατέχει. Κι έτσι, ο Ιεχωβά έδωσε στους ανθρώπους όσα όφειλαν να κατέχουν για τη ζωή τους στη γη, κάνοντας τους ανθρώπους που είχε καθοδηγήσει να ξεπεράσουν τους προγόνους τους, τον Αδάμ και την Εύα, γιατί αυτά που τους έδωσε ο Ιεχωβά ξεπερνούσαν αυτά που είχε δώσει στον Αδάμ και την Εύα στην αρχή. Όπως και να ’χει, το έργο που έκανε ο Ιεχωβά στο Ισραήλ ήταν μόνο να καθοδηγήσει την ανθρωπότητα και να κάνει την ανθρωπότητα να αναγνωρίσει τον Δημιουργό της. Δεν κατέκτησε τους ανθρώπους αυτούς, ούτε τους μεταμόρφωσε· απλώς τους καθοδήγησε. Αυτό είναι το σύνολο του έργου του Ιεχωβά κατά την Εποχή του Νόμου. Είναι το υπόβαθρο, η πραγματική ιστορία, η ουσία του έργου Του σε όλη τη γη του Ισραήλ, καθώς και η αρχή του έργου Του που αριθμεί έξι χιλιάδες έτη —να κρατήσει την ανθρωπότητα υπό τον έλεγχο του Ιεχωβά. Απ’ αυτό δημιουργήθηκε περισσότερο έργο στο σχέδιο διαχείρισής Του που αριθμεί έξι χιλιάδες έτη.

Υποσημειώσεις:

α. Το αρχικό κείμενο δεν περιέχει τη φράση «προς τήρηση».

Share