Πριν ο Ιησούς εκτελέσει το έργο, έζησε απλώς στην κανονική ανθρώπινη φύση Του. Κανείς δεν μπορούσε να πει πως ήταν Θεός, κανείς δεν έμαθε πως ήταν ο ενσαρκωμένος Θεός. Οι άνθρωποι απλώς Tον γνώριζαν ως έναν εντελώς συνηθισμένο άνθρωπο. Η απολύτως συνηθισμένη, κανονική ανθρώπινη φύση Του ήταν η απόδειξη πως ο Θεός είχε ενσαρκωθεί και πως η Εποχή της Χάριτος ήταν η εποχή του έργου του ενσαρκωμένου Θεού, όχι η εποχή του έργου του Πνεύματος. Ήταν η απόδειξη πως το Πνεύμα του Θεού είχε εισέλθει στη σάρκα, πως στην εποχή της ενσάρκωσης του Θεού, η σάρκα Του θα εκτελούσε όλο το έργο του Πνεύματος. Ο Χριστός, με κανονική ανθρώπινη φύση, είναι μια σάρκα στην οποία εισέρχεται το Πνεύμα, κατέχοντας κανονική ανθρώπινη φύση, κανονική λογική και ανθρώπινη σκέψη. «Εισέρχεται» σημαίνει πως ο Θεός γίνεται άνθρωπος, πως το Πνεύμα ενσαρκώνεται. Για να το θέσω απλά, είναι όταν ο ίδιος ο Θεός κατοικεί σε σάρκα με κανονική ανθρώπινη φύση και μέσω αυτής εκφράζει το θείο έργο Του —αυτό σημαίνει το να εισέρχεται ή να ενσαρκώνεται. Κατά την πρώτη ενσάρκωσή Tου, ήταν απαραίτητο για τον Θεό να θεραπεύει τους αρρώστους και να εκβάλει τους δαίμονες, επειδή το έργο Του ήταν να λυτρώσει. Προκειμένου να λυτρώσει το σύνολο της ανθρώπινης φυλής, έπρεπε να είναι συμπονετικός και να συγχωρεί. Το έργο που Εκείνος έκανε πριν σταυρωθεί ήταν να θεραπεύει τους αρρώστους και να εκβάλει τους δαίμονες, πράγμα που προμήνυε τη σωτηρία Του για τον άνθρωπο από την αμαρτία και τη βρωμιά. Επειδή ήταν η Εποχή της Χάριτος, ήταν απαραίτητο για Αυτόν να θεραπεύει τους αρρώστους, επιδεικνύοντας έτσι σημεία και τέρατα, τα οποία αντιπροσώπευαν τη χάρη σε εκείνη την εποχή. Διότι η Εποχή της Χάριτος επικεντρώνεται γύρω από την απονομή χάριτος, η οποία συμβολίζεται από την ειρήνη, τη χαρά και τις υλικές ευλογίες, όλα σύμβολα της πίστης των ανθρώπων στον Ιησού. Δηλαδή, η θεραπεία των αρρώστων, η εκβολή των δαιμόνων και η απονομή χάριτος ήταν ενστικτώδεις ιδιότητες της σάρκας του Ιησού κατά την Εποχή της Χάριτος, ήταν το έργο του Πνεύματος που εισήλθε στη σάρκα. Αλλά καθώς εκτελούσε τέτοιο έργο, Εκείνος ζούσε στη σάρκα, δεν υπερέβη τη σάρκα. Ανεξάρτητα από τη θεραπευτική του δράση, εξακολουθούσε να κατέχει κανονική ανθρώπινη φύση, εξακολουθούσε να διάγει έναν φυσιολογικό ανθρώπινο βίο. Ο λόγος για τον οποίο λέω πως κατά τη διάρκεια της εποχής της ενσάρκωσης του Θεού η σάρκα πραγματοποίησε όλο το έργο του Πνεύματος, είναι διότι, ανεξάρτητα από το έργο που Εκείνος έκανε, το έκανε με τη σάρκα. Αλλά, λόγω του έργου Του, οι άνθρωποι δεν θεωρούν ότι η σάρκα Του έχει μια εντελώς ενσώματη ουσία, διότι η σάρκα μπορούσε να πραγματοποιεί θαύματα και, σε ορισμένες ειδικές στιγμές, μπορούσε να κάνει πράγματα τα οποία την ξεπερνούσαν. Φυσικά, όλα αυτά τα δρώμενα προέκυψαν αφού ξεκίνησε η διακονία Του, όπως όταν Εκείνος δοκιμάστηκε για σαράντα ημέρες ή όταν μεταμορφώθηκε στο όρος. Έτσι λοιπόν, με τον Ιησού, η έννοια της ενσάρκωσης του Θεού δεν ολοκληρώθηκε, αλλά εκπληρώθηκε μόνο εν μέρει. Ο βίος που έζησε ο Θεός στη σάρκα πριν ξεκινήσει το έργο Του ήταν απολύτως φυσιολογικός από όλες τις απόψεις. Αφού ξεκίνησε το έργο, Εκείνος διατήρησε μόνο το εξωτερικό ανθρώπινο κέλυφός Του. Επειδή το έργο Του ήταν μια έκφραση της θεϊκής φύσης, υπερέβη τις κανονικές λειτουργίες της σάρκας. Εν τέλει, η προσληφθείσα σάρκα του Θεού διέφερε από τους ανθρώπους με σάρκα και οστά. Βέβαια, στην καθημερινή ζωή Του, χρειαζόταν τροφή, ένδυση, ύπνο και στέγη, όπως όλοι οι άνθρωποι, χρειαζόταν όλα τα είδη πρώτης ανάγκης, συλλογιζόμενος και σκεπτόμενος σαν κανονικός άνθρωπος. Οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να Τον θεωρούν έναν κανονικό άνθρωπο, ασχέτως αν το έργο που έκανε ήταν υπεράνθρωπο. Στην πραγματικότητα, ανεξάρτητα από το τι έκανε, Εκείνος έζησε με μία συνηθισμένη και κανονική ανθρώπινη φύση και, στον βαθμό που εκτέλεσε το έργο, η λογική Του ήταν ιδιαίτερα φυσιολογική, οι σκέψεις Του εξαιρετικά διαυγείς, περισσότερο από εκείνες των υπόλοιπων κανονικών ανθρώπων. Ήταν απαραίτητο για τον ενσαρκωμένο Θεό να σκέφτεται και να συλλογίζεται με αυτόν τον τρόπο, διότι το θείο έργο έπρεπε να εκφραστεί από μία σάρκα της οποίας η λογική ήταν πολύ φυσιολογική και οι σκέψεις της ήταν πολύ διαυγείς —μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε η σάρκα Του να εκφράσει το θείο έργο. Καθ’ όλη τη διάρκεια των τριάντα τριών και μισό χρόνων που έζησε στη γη, ο Ιησούς διατήρησε την κανονική ανθρώπινη φύση Του, αλλά λόγω του έργου Του κατά τη διάρκεια των τριάμισι ετών της διακονίας Του, οι άνθρωποι πίστευαν πως ήταν πολύ υπερβατικός, πως ήταν πολύ πιο υπερφυσικός από πριν. Στην πραγματικότητα, η κανονική ανθρώπινη φύση του Ιησού παρέμεινε αμετάβλητη πριν και αφού ξεκίνησε τη διακονία Του. Η ανθρώπινη φύση Του ήταν η ίδια συνολικά, αλλά, εξαιτίας της διαφοράς πριν και μετά που ξεκίνησε την διακονία Του, προέκυψαν δύο διαφορετικές απόψεις που αφορούσαν τη σάρκα Του. Ανεξάρτητα από το τι νόμιζαν οι άνθρωποι, ο ενσαρκωμένος Θεός διατήρησε την αρχική, κανονική ανθρώπινη φύση Του καθ’ όλη τη διάρκεια, διότι από τη στιγμή που ο Θεός ενσαρκώθηκε, ζούσε στη σάρκα, η οποία είχε κανονική ανθρώπινη φύση. Ανεξάρτητα από το αν εκτελούσε τη διακονία Του ή όχι, η κανονική ανθρώπινη φύση της σάρκας Του δεν γινόταν να διαγραφεί, διότι η βασική ουσία της σάρκας είναι η ανθρώπινη φύση. Πριν εκτελέσει ο Ιησούς τη διακονία Του, η σάρκα Του παρέμεινε απολύτως κανονική, συμμετέχοντας σε όλες τις συνηθισμένες ανθρώπινες δραστηριότητες. Δεν εμφανίστηκε ούτε στο ελάχιστο υπερφυσικός, δεν έδειξε κανένα θαυμαστό σημείο. Εκείνη την εποχή, ήταν απλώς ένας πολύ κοινός άνθρωπος που λάτρευε τον Θεό, αν και η επιδίωξη Του ήταν πολύ πιο ειλικρινής, πιο έντιμη από κάθε άλλου. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώθηκε η απολύτως κανονική ανθρώπινη φύση Του. Επειδή Εκείνος δεν εργάστηκε καθόλου πριν την ανάληψη της διακονίας Του, κανένας δεν γνώριζε την ταυτότητά Του, κανένας δεν μπορούσε να ξέρει πως η σάρκα Του διέφερε από αυτή των άλλων, διότι δεν πραγματοποίησε ούτε ένα θαύμα, δεν εκτέλεσε ούτε κατ’ ελάχιστον το έργο του Θεού. Ωστόσο, αφότου ξεκίνησε να εκτελεί τη διακονία Του, διατήρησε το εξωτερικό κέλυφος της κανονικής ανθρώπινης φύσης και εξακολούθησε να ζει με κανονική ανθρώπινη λογική· αλλά επειδή είχε αρχίσει να πραγματοποιεί το έργο του ίδιου του Θεού, ανέλαβε τη διακονία του Χριστού και επιτέλεσε έργο που οι θνητοί άνθρωποι από σάρκα και οστά δεν ήταν σε θέση να επιτελέσουν, οι άνθρωποι υπέθεσαν πως δεν είχε κανονική ανθρώπινη φύση και πως δεν ήταν τελείως κανονική σάρκα, αλλά ατελής. Λόγω του έργου που επιτέλεσε, οι άνθρωποι είπαν πως ήταν ένας ενσαρκωμένος Θεός, που όμως δεν είχε κανονική ανθρώπινη φύση. Αυτή είναι μία εσφαλμένη αντίληψη, διότι οι άνθρωποι δεν κατανόησαν τη σημασία της ενσάρκωσης του Θεού. Αυτή η παρανόηση προέκυψε από το γεγονός ότι το έργο που εξέφρασε ο Θεός στη σάρκα ήταν το θείο έργο, το οποίο εκφράστηκε σε μια σάρκα με κανονική ανθρώπινη φύση. Ο Θεός ήταν ντυμένος με σάρκα, κατοικούσε μέσα στη σάρκα και το έργο Του στην ανθρώπινη φύση Του έκρυβε την κανονικότητα της ανθρώπινης φύσης Του. Γι’ αυτόν τον λόγο πίστευαν οι άνθρωποι πως ο Θεός δεν είχε ανθρώπινη φύση.
«Ο Λόγος», τόμ. 1: «Η εμφάνιση και το έργο του Θεού», Η ουσία της σάρκας που κατοικείται από τον Θεό