Ο Ιώβ καταριέται την ημέρα που γεννήθηκε επειδή δεν θέλει ο Θεός να πονάει για χάρη του
Συχνά λέω ότι ο Θεός κοιτάζει μέσα στις καρδιές των ανθρώπων και οι άνθρωποι κοιτούν την εξωτερική εμφάνιση των ανθρώπων. Επειδή ο Θεός κοιτάζει μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, κατανοεί το περιεχόμενό τους, ενώ οι άνθρωποι ορίζουν το περιεχόμενο των άλλων με βάση την εξωτερική τους εμφάνιση. Όταν ο Ιώβ άνοιξε το στόμα του και καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε, αυτή η πράξη εξέπληξε όλους τους πνευματικούς ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων των τριών φίλων του Ιώβ. Ο άνθρωπος προήλθε από τον Θεό και θα έπρεπε να είναι ευγνώμων για τη ζωή και τη σάρκα, καθώς και για την ημέρα της γέννησής του, τα οποία του δόθηκαν από τον Θεό και δεν έπρεπε να τα καταριέται. Οι περισσότεροι άνθρωποι το κατανοούν και το αντιλαμβάνονται αυτό. Για όποιον ακολουθεί τον Θεό, η κατανόηση αυτού του γεγονότος είναι ιερή και απαραβίαστη, συνιστά αναλλοίωτη αλήθεια. Ο Ιώβ, από την άλλη, έσπασε τους κανόνες: καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε. Πρόκειται για μια πράξη που οι περισσότεροι θεωρούν ότι εισέρχεται σε απαγορευμένη περιοχή. Όχι μόνο δεν δικαιούται την κατανόηση και τη συμπόνια των ανθρώπων, δεν δικαιούται ούτε τη συγχώρεση του Θεού. Παράλληλα, ακόμα περισσότεροι άνθρωποι αμφισβητούν τη δικαιοσύνη του Ιώβ, επειδή φαίνεται ότι η εύνοια του Θεού έκανε τον Ιώβ άπληστο, τον έκανε τόσο θρασύ και απερίσκεπτο που όχι μόνο δεν ευχαριστούσε τον Θεό που τον ευλογούσε και τον φρόντιζε κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά αναθεμάτιζε την ημέρα που γεννήθηκε. Τι είναι αυτό, αν όχι εναντίωση στον Θεό; Τέτοιες επιπολαιότητες παρέχουν στους ανθρώπους την απόδειξη για να καταδικάσουν αυτή την ενέργεια του Ιώβ, αλλά ποιος μπορεί να ξέρει τι πραγματικά σκεφτόταν ο Ιώβ εκείνη τη στιγμή; Και ποιος μπορεί να γνωρίζει τον λόγο για τον οποίο ο Ιώβ συμπεριφέρθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο; Μόνο ο ίδιος ο Θεός και ο Ιώβ γνωρίζουν την πραγματική ιστορία και τους λόγους σ’ αυτή την περίπτωση.
Όταν ο Σατανάς άπλωσε το χέρι του για να προσβάλει τα οστά του Ιώβ, ο Ιώβ έπεσε στα νύχια του, χωρίς να έχει τα μέσα να ξεφύγει ή τη δύναμη να αντισταθεί. Το σώμα και η ψυχή του υπέστησαν απίστευτο πόνο, και αυτός ο πόνος τον έκανε να συνειδητοποιήσει σε βάθος το πόσο ασήμαντος, εύθραυστος και ανίσχυρος είναι ο άνθρωπος που ζει στη σάρκα. Παράλληλα, κατανόησε σε βάθος το γιατί ο Θεός θέλει να φροντίζει και να ενδιαφέρεται για την ανθρωπότητα. Στα νύχια του Σατανά, ο Ιώβ συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος, ο οποίος είναι από σάρκα και οστά, είναι όντως πολύ ανίσχυρος και αδύναμος. Όταν έπεσε στα γόνατα και προσευχόταν στον Θεό, ένιωθε σαν να κάλυψε ο Θεός το πρόσωπό Του και να κρύφτηκε, διότι ο Θεός τον είχε αφήσει πλήρως στα χέρια του Σατανά. Την ίδια στιγμή, ο Θεός έκλαιγε γι’ αυτόν, και, επιπλέον, στεναχωριόταν γι’ αυτόν. Ο Θεός πόνεσε με τον πόνο του και πληγώθηκε από τις πληγές του… Ο Ιώβ αισθάνθηκε τον πόνο του Θεού, καθώς και πόσο αφόρητος ήταν για τον Θεό… Ο Ιώβ δεν ήθελε να φέρει πια θλίψη στον Θεό, ούτε ήθελε ο Θεός να κλαίει γι’ αυτόν, πολύ λιγότερο δε, ήθελε να δει τον Θεό να πονάει εξαιτίας του. Εκείνη τη στιγμή, ο Ιώβ ήθελε μόνο να απελευθερωθεί από τη σάρκα του, για να μην υπομένει πια τον πόνο που του έφερε αυτή η σάρκα, διότι έτσι θα σταματούσε ο Θεός να βασανίζεται από τον δικό του πόνο —ωστόσο δεν μπορούσε, και έπρεπε να ανεχτεί όχι μόνο τον πόνο της σάρκας, αλλά και το μαρτύριο του να μη θέλει να ανησυχήσει τον Θεό. Αυτοί οι δύο πόνοι —ένας από τη σάρκα και ένας από το πνεύμα— έσκιζαν την καρδιά και τα σωθικά του Ιώβ, και τον έκαναν να αισθάνεται πώς τα όρια του ανθρώπου που είναι από σάρκα και οστά μπορούν να κάνουν κάποιον να αισθάνεται απόγνωση και ανημποριά. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η λαχτάρα του για τον Θεό γινόταν ολοένα και πιο μεγάλη και το μίσος του για τον Σατανά γινόταν ολοένα και πιο έντονο. Εκείνη τη στιγμή, ο Ιώβ θα προτιμούσε να μην έχει γεννηθεί ποτέ στον κόσμο των ανθρώπων, θα προτιμούσε να μην υπήρχε, από το να βλέπει τον Θεό να δακρύζει ή να αισθάνεται πόνο για χάρη του. Άρχισε να μισεί τη σάρκα του σε βάθος, να έχει μπουχτίσει από τον εαυτό του, την ημέρα που γεννήθηκε και από όλα όσα τον αφορούσαν. Δεν ήθελε να υπάρχει άλλη αναφορά στην ημέρα της γέννησής του ή σε οτιδήποτε άλλο είχε να κάνει με αυτή και έτσι, άνοιξε το στόμα του και καταράστηκε την ημέρα που γεννήθηκε: «Είθε να χαθή η ημέρα καθ’ ην εγεννήθην, και η νυξ καθ’ ην είπον, Εγεννήθη αρσενικόν. Η ημέρα εκείνη να ήναι σκότος· ο Θεός να μη αναζητήση αυτήν άνωθεν, και να μη φέγξη επ’ αυτήν φως» (Ιώβ 3:3-4). Τα λόγια του Ιώβ δείχνουν το μίσος του για τον εαυτό του: «Είθε να χαθή η ημέρα καθ’ ην εγεννήθην, και η νυξ καθ’ ην είπον, Εγεννήθη αρσενικόν», καθώς και την αποδοκιμασία του για τον εαυτό του και την αίσθηση του χρέους που ένιωθε εξαιτίας του πόνου που προκαλούσε στον Θεό: «Η ημέρα εκείνη να ήναι σκότος· ο Θεός να μη αναζητήση αυτήν άνωθεν, και να μη φέγξη επ’ αυτήν φως». Αυτά τα δύο αποσπάσματα εκφράζουν απόλυτα το πώς ένιωθε τότε ο Ιώβ, και επιδεικνύουν πλήρως την τελειότητα και την ακεραιότητά του έναντι όλων. Την ίδια στιγμή, όπως ήθελε ο Ιώβ, η πίστη και η υπακοή του στον Θεό, καθώς και ο σεβασμός του για τον Θεό, είχαν πραγματικά ανυψωθεί. Φυσικά, αυτή η ανύψωση ήταν ακριβώς το αποτέλεσμα που προσδοκούσε ο Θεός.
«Ο Λόγος», τόμ. 2: «Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό», Το έργο του Θεού, η διάθεση του Θεού και ο ίδιος ο Θεός Β΄