Ο Θεός ορίζει το ουράνιο τόξο ως σύμβολο της διαθήκης Του με τον άνθρωπο
(Γένεση 9: 11-13) και στήνω την διαθήκην μου προς εσάς· και δεν θέλει πλέον εξολοθρευθή πάσα σαρξ από των υδάτων του κατακλυσμού· ουδέ θέλει είσθαι πλέον κατακλυσμός διά να φθείρη την γην. Και είπεν ο Θεός, Τούτο είναι το σημείον της διαθήκης, την οποίαν εγώ κάμνω μεταξύ εμού και υμών και παντός εμψύχου ζώου το οποίον είναι με σας, εις γενεάς αιωνίους· Θέτω το τόξον μου εν τη νεφέλη, και θέλει είσθαι εις σημείον διαθήκης μεταξύ εμού και της γής·
…
Οι περισσότεροι άνθρωποι ξέρουν τι είναι το ουράνιο τόξο και έχουν ακούσει ιστορίες σχετικά με αυτό. Όσο για την ιστορία του ουράνιου τόξου στη Βίβλο, κάποιοι άνθρωποι την πιστεύουν, μερικοί την αντιμετωπίζουν ως θρύλο, ενώ άλλοι δεν την πιστεύουν καθόλου. Ανεξαρτήτως του οτιδήποτε, όλα όσα συνέβησαν σε σχέση με το ουράνιο τόξο είναι όλα τους πράγματα που έπραξε ο Θεός κάποτε, και που έλαβαν χώρα κατά τη διαδικασία της διαχείρισης του ανθρώπου από τον Θεό. Τα πράγματα αυτά έχουν καταγραφεί στη Βίβλο επακριβώς. Οι εν λόγω καταγραφές δεν μας λένε τι διάθεση είχε ο Θεός την εποχή εκείνη ή ποιες ήταν οι προθέσεις Του πίσω από τα λόγια που είπε. Επιπλέον, κανείς δεν δύναται να αντιληφθεί τι αισθανόταν ο Θεός όταν τα είπε. Ωστόσο, η ψυχική κατάσταση του Θεού σχετικά με το όλο θέμα αποκαλύπτεται μέσα από τις γραμμές του κειμένου. Είναι λες και οι σκέψεις Του της εποχής εκείνης ξεπηδούν από τη σελίδα μέσα από κάθε λέξη και φράση του λόγου του Θεού.
…
Αρχικά, ο Θεός δημιούργησε μια ανθρωπότητα που στα μάτια Του ήταν πολύ καλή και βρισκόταν κοντά Του, αλλά καταστράφηκε από κατακλυσμό αφού επαναστάτησε εναντίον Του. Πόνεσε τον Θεό το γεγονός ότι μια τέτοια ανθρωπότητα απλώς εξαφανίστηκε έτσι, σε μια στιγμή; Φυσικά και Τον πόνεσε! Πώς εξέφρασε, λοιπόν, τον πόνο αυτόν; Πώς καταγράφηκε στη Βίβλο; Καταγράφηκε ως εξής: «Και στήνω την διαθήκην μου προς εσάς· και δεν θέλει πλέον εξολοθρευθή πάσα σαρξ από των υδάτων του κατακλυσμού· ουδέ θέλει πλέον είσθαι κατακλυσμός διά να φθείρη την γην». Αυτή η απλή πρόταση αποκαλύπτει τις σκέψεις του Θεού. Η καταστροφή του κόσμου Τον πόνεσε πάρα πολύ. Με ανθρώπινα λόγια, λυπήθηκε πολύ. Μπορούμε να φανταστούμε: Πώς έμοιαζε η, κάποτε γεμάτη ζωή, γη μετά την καταστροφή της από τον κατακλυσμό; Πώς έμοιαζε η, κάποτε γεμάτη ανθρώπινα όντα, γη τώρα; Καμία ανθρώπινη κατοικία, κανένα ζωντανό πλάσμα, νερό παντού και απόλυτο χάος στην επιφάνεια του νερού. Αυτή η σκηνή ήταν η αρχική πρόθεση του Θεού όταν δημιούργησε τον κόσμο; Εννοείται πως όχι! Η αρχική πρόθεση του Θεού ήταν να βλέπει ζωή σε όλη τη γη, να βλέπει τα ανθρώπινα όντα, που Εκείνος δημιούργησε, να Τον λατρεύουν, και όχι να είναι ο Νώε ο μόνος που Τον λατρεύει ή ο μοναδικός που μπόρεσε να απαντήσει στο κάλεσμά Του να ολοκληρώσει αυτό που του είχε ανατεθεί. Μετά τον χαμό της ανθρωπότητας, ο Θεός δεν είδε την αρχική Του πρόθεση, αλλά το εντελώς αντίθετο. Πώς θα μπορούσε να μην πονά η καρδιά Του; Όταν, λοιπόν, αποκάλυπτε τη διάθεσή Του και εξέφραζε τα συναισθήματά Του, ο Θεός έλαβε μια απόφαση. Ποια ήταν αυτή; Να φτιάξει ένα τόξο στο σύννεφο (σημείωση: το ουράνιο τόξο που βλέπουμε) ως διαθήκη με τον άνθρωπο, μια υπόσχεση ότι ο Θεός δεν θα κατέστρεφε ξανά με κατακλυσμό την ανθρωπότητα. Ταυτόχρονα, ήταν επίσης ένας τρόπος να ειπωθεί στους ανθρώπους ότι ο Θεός είχε κάποτε καταστρέψει τον κόσμο με κατακλυσμό, ένας τρόπος να επιτραπεί στο ανθρώπινο γένος να θυμάται για πάντα γιατί ο Θεός έπραξε κάτι τέτοιο.
Ήταν η καταστροφή του κόσμου αυτή τη φορά κάτι που ήθελε ο Θεός; Σίγουρα δεν ήταν αυτό που ήθελε ο Θεός. Μπορούμε να είμαστε ικανοί να φανταστούμε ένα μικρό κομμάτι από το θλιβερό βλέμμα της γης μετά την καταστροφή του κόσμου, αλλά δεν μπορούμε καν να πλησιάσουμε στο να φανταστούμε πώς ήταν εκείνη την ώρα το σκηνικό στα μάτια του Θεού. Μπορούμε να πούμε ότι, είτε πρόκειται για τους ανθρώπους του τότε ή του τώρα, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ή να αντιληφθεί αυτό που ένοιωσε ο Θεός, βλέποντας εκείνη τη σκηνή, την εικόνα του κόσμου μετά την καταστροφή του από τον κατακλυσμό. Ο Θεός αναγκάστηκε να το πράξει εξαιτίας της ανυπακοής του ανθρώπου, αλλά ο πόνος που ένοιωσε η καρδιά του Θεού από την καταστροφή του κόσμου από τον κατακλυσμό, αποτελεί μια πραγματικότητα που κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ή να αντιληφθεί. Γι’ αυτό ο Θεός έκανε μια διαθήκη με την ανθρωπότητα, η οποία ήταν να πει στους ανθρώπους να θυμούνται ότι ο Θεός κάποτε έπραξε κάτι τέτοιο και να τους ορκιστεί ότι ο Θεός δεν επρόκειτο να καταστρέψει ποτέ τον κόσμο με τέτοιο τρόπο ξανά. Στην εν λόγω διαθήκη, βλέπουμε την καρδιά του Θεού – βλέπουμε ότι η καρδιά του Θεού πονούσε όταν κατέστρεψε τη συγκεκριμένη ανθρωπότητα. Στην ανθρώπινη γλώσσα, όταν ο Θεός κατέστρεψε το ανθρώπινο γένος και το παρακολούθησε να χάνεται, η καρδιά Του θρηνούσε και αιμορραγούσε. Υπάρχει καλύτερος τρόπος να το περιγράψουμε; Οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται από τους ανθρώπους για να απεικονίσουν τα ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά καθώς η γλώσσα των ανθρώπων είναι υπερβολικά ελλιπής, η χρήση τους για να περιγραφούν τα αισθήματα και τα συναισθήματα του Θεού δεν Μου φαίνεται και πολύ κακή, ούτε υπερβολικά υπέρμετρη. Τουλάχιστον, σας δίνει μια πολύ ζωντανή, πολύ απτή κατανόηση της διάθεσης του Θεού τη δεδομένη στιγμή. Τι θα σκέφτεστε τώρα, όποτε βλέπετε ξανά το ουράνιο τόξο; Θα θυμάστε, τουλάχιστον, ότι, κάποτε, ο Θεός θρήνησε επειδή κατέστρεψε τον κόσμο με κατακλυσμό. Θα θυμάστε ότι, παρόλο που ο Θεός μισούσε αυτόν τον κόσμο και απεχθανόταν τη συγκεκριμένη ανθρωπότητα, όταν κατέστρεψε τα ανθρώπινα όντα που Εκείνος, με τα ίδια Του τα χέρια είχε δημιουργήσει, η καρδιά Του πονούσε, πάλευε να τους αφήσει, δίσταζε και δυσκολευόταν να το αντέξει. Μοναδική παρηγοριά Του ήταν η οκταμελής οικογένεια του Νώε. Η συνεργασία του Νώε έκανε τις επίπονες προσπάθειές Του να δημιουργήσει τα πάντα, να αξίζουν τον κόπο. Σε μια εποχή που ο Θεός υπέφερε, τούτο ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να αντισταθμίσει την οδύνη Του. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο Θεός εναπόθεσε όλες Του τις προσδοκίες για την ανθρωπότητα στην οικογένεια του Νώε, ελπίζοντας ότι μπορούσαν να ζήσουν υπό τις ευλογίες Του και όχι την κατάρα Του, ελπίζοντας ότι δεν θα έβλεπαν ποτέ τον Θεό να καταστρέφει ξανά τον κόσμο με κατακλυσμό, και ελπίζοντας, επίσης ότι δεν θα καταστρέφονταν.
Ποιο μέρος της διάθεσης του Θεού πρέπει να κατανοήσουμε από εδώ; Ο Θεός απεχθανόταν τον άνθρωπο επειδή ο άνθρωπος ήταν εχθρικός απέναντί Του, αλλά μέσα στην καρδιά Του, η φροντίδα, η ανησυχία και το έλεός Του για την ανθρωπότητα παρέμειναν αμετάβλητα. Ακόμη και όταν κατέστρεψε την ανθρωπότητα, η καρδιά Του παρέμεινε απαράλλακτη. Όταν η ανθρωπότητα γέμισε διαφθορά και ανυπακοή προς τον Θεό μέχρι ενός σημείου, ο Θεός υποχρεώθηκε, λόγω της διάθεσης και της ουσίας Του και σύμφωνα με τις αρχές Του, να καταστρέψει τη συγκεκριμένη ανθρωπότητα. Λόγω, όμως της ουσίας Του, ο Θεός σπλαχνιζόταν ακόμα την ανθρωπότητα και, μάλιστα, ήθελε να χρησιμοποιήσει και διάφορους τρόπους για να τη λυτρώσει, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να ζει. Αντ’ αυτού, ο άνθρωπος εναντιώθηκε στον Θεό, συνέχισε να μην Τον υπακούει, αρνούμενος να δεχθεί τη σωτηρία του Θεού, αρνήθηκε, δηλαδή, να δεχθεί τις καλές Του προθέσεις. Ανεξάρτητα από το ότι ο Θεός τον κάλεσε, του υπενθύμισε, τον συνέδραμε, τον βοήθησε ή τον ανέχθηκε, ο άνθρωπος ούτε το κατάλαβε, ούτε το εκτίμησε, ούτε καν έδωσε σημασία. Μέσα στην οδύνη Του, ο Θεός δε λησμόνησε να δώσει στον άνθρωπο τη μέγιστη ανεκτικότητά Του, περιμένοντας τον άνθρωπο να ανακάμψει. Έχοντας φτάσει στα όριά Του, έπραξε αυτό που έπρεπε, χωρίς κανένα δισταγμό. Με άλλα λόγια, υπήρξε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδος και διαδικασία από τη στιγμή που ο Θεός σχεδίασε να καταστρέψει το ανθρώπινο γένος, ως την επίσημη έναρξη του έργου Του για την καταστροφή της ανθρωπότητας. Η εν λόγω διαδικασία υπήρχε με τον σκοπό να ενεργοποιήσει τον άνθρωπο ώστε να ανακάμψει, και ήταν η τελευταία ευκαιρία που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο. Τι έκανε, λοιπόν, ο Θεός κατά την περίοδο προτού καταστρέψει την ανθρωπότητα; Ο Θεός εργάστηκε ακατάπαυστα, υπενθυμίζοντας και προτρέποντας. Ανεξάρτητα από το πόση οδύνη και θλίψη ένοιωθε η καρδιά του Θεού, Εκείνος συνέχισε να ασκεί την φροντίδα, την ανησυχία του και το άφθονο έλεός Του για την ανθρωπότητα. Τι καταλαβαίνουμε από αυτό; Αναμφισβήτητα, κατανοούμε ότι η αγάπη του Θεού για την ανθρωπότητα είναι πραγματική και όχι μόνο λόγια. Είναι πραγματική, απτή και υπολογίσιμη, όχι ψεύτικη, κίβδηλη, απατηλή ή επιτηδευμένη. Ο Θεός δεν χρησιμοποιεί ποτέ τεχνάσματα ούτε δημιουργεί ψεύτικες εικόνες για να κάνει τους ανθρώπους να καταλάβουν ότι είναι άξιος της αγάπης τους. Ποτέ δεν χρησιμοποιεί ψευδείς μαρτυρίες, προκειμένου να αφήσει τους ανθρώπους να δουν την ομορφιά Του ή για να καυχηθεί για την ομορφιά και την αγιοσύνη Του. Τούτες οι πτυχές της διάθεσης του Θεού δεν είναι, άραγε, αντάξιες της αγάπης του ανθρώπου; Δεν αξίζουν να λατρεύονται; Δεν αξίζουν την αγάπη; Σε τούτο το σημείο, θέλω να σας ρωτήσω: Αφού ακούσατε τα λόγια αυτά, πιστεύετε ότι το μεγαλείο του Θεού είναι απλώς λέξεις πάνω σε μια κόλλα χαρτί; Ή μήπως η ομορφιά του Θεού είναι απλώς κενά λόγια; Όχι! Σίγουρα όχι! Η υπεροχή του Θεού, το μεγαλείο, η αγιοσύνη, η ανεκτικότητα, η αγάπη Του κ.ο.κ. – όλες αυτές οι διάφορες πτυχές της διάθεσης και της ουσίας του Θεού τίθενται σε εφαρμογή κάθε φορά που Εκείνος επιτελεί το έργο Του, το οποίο ενσωματώνεται στο θέλημά Του απέναντι στον άνθρωπο, αλλά και εκπληρώνεται και αντανακλάται πάνω στον κάθε άνθρωπο. Ανεξάρτητα από το εάν το έχεις αισθανθεί προηγουμένως, ο Θεός φροντίζει τον κάθε άνθρωπο με κάθε δυνατό τρόπο, χρησιμοποιώντας την ειλικρινή καρδιά, τη σοφία Του και διάφορες μεθόδους, προκειμένου να ζεστάνει την καρδιά του κάθε ανθρώπου και να αφυπνίσει το πνεύμα του. Πρόκειται για αδιαμφισβήτητο γεγονός. Ανεξάρτητα από το πόσοι άνθρωποι κάθονται εδώ, κάθε άτομο έχει διαφορετικές εμπειρίες και συναισθήματα ως προς την ανεκτικότητα, την υπομονή και την ομορφιά του Θεού. Οι εν λόγω εμπειρίες του Θεού και τα αισθήματα ή οι αναγνωρίσεις Του – εν ολίγοις, όλα αυτά τα θετικά πράγματα προέρχονται από τον Θεό. Έτσι, ενσωματώνοντας τις εμπειρίες και τη γνώση όλων για τον Θεό και συνδυάζοντάς τις με τις αναγνώσεις αυτών των χωρίων από τη Βίβλο σήμερα, έχετε τώρα μια πιο πραγματική και σωστή κατανόηση του Θεού;
…
Ο Θεός δημιούργησε το ανθρώπινο γένος· ανεξάρτητα από το αν έχει διαφθαρεί ή Τον ακολουθεί, ο Θεός μεταχειρίζεται τα ανθρώπινα όντα σαν αγαπημένους Του – ή, όπως θα έλεγαν τα ανθρώπινα όντα, οι πλέον αγαπημένοι Του άνθρωποι – και όχι σαν παιχνίδια Του. Αν και ο Θεός λέει ότι είναι ο Δημιουργός και ότι ο άνθρωπος είναι το δημιούργημά Του, το οποίο μπορεί να ακούγεται σαν να υπάρχει διαφορά στην ιεραρχία, η πραγματικότητα είναι ότι όλα όσα έπραξε ο Θεός για την ανθρωπότητα υπερβαίνουν κατά πολύ μια σχέση τέτοιας φύσεως. Ο Θεός αγαπά την ανθρωπότητα, ενδιαφέρεται και ανησυχεί για αυτήν, καθώς επίσης τη φροντίζει, συνεχώς και αδιαλείπτως. Ποτέ δεν νοιώθει μέσα Του ότι πρόκειται για επιπρόσθετη δουλειά ή για κάτι που αξίζει εύσημα. Ούτε και αισθάνεται ότι η σωτηρία της ανθρωπότητας, ο εφοδιασμός και η παροχή των πάντων αποτελεί τεράστια συμβολή στο ανθρώπινο γένος. Απλώς φροντίζει το ανθρώπινο γένος ήσυχα και σιωπηλά, με τον δικό Του τρόπο και μέσα από τη δική Του ουσία και από όσα έχει και είναι. Ανεξάρτητα από το πόση φροντίδα και βοήθεια λαμβάνει η ανθρωπότητα από Αυτόν, ο Θεός δεν σκέφτεται ποτέ ούτε και προσπαθεί να πάρει τα εύσημα. Τούτο καθορίζεται από την ουσία του Θεού, και αποτελεί ακριβώς μια πραγματική έκφραση της διάθεσης του Θεού. Γι’ αυτό και, ανεξάρτητα από το αν βρίσκεται στη Βίβλο ή σε άλλα βιβλία, ποτέ δεν θα βρούμε τον Θεό να εκφράζει τις σκέψεις Του και να περιγράφει ή να δηλώνει στους ανθρώπους γιατί πράττει αυτά τα πράγματα ή γιατί ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την ανθρωπότητα, προκειμένου να την κάνει να είναι ευγνώμων προς Αυτόν ή να Τον δοξάζει. Ακόμη και όταν πονά, όταν η καρδιά Του νοιώθει ακραία οδύνη, ποτέ δεν ξεχνά την ευθύνη Του απέναντι στην ανθρωπότητα ή την ανησυχία Του για αυτήν, ενώ ταυτόχρονα φέρει τον πόνο και την οδύνη μόνος Του, σιωπηλά. Αντίθετα, ο Θεός συνεχίζει να φροντίζει την ανθρωπότητα, όπως πάντα. Παρόλο που η ανθρωπότητα συχνά δοξάζει τον Θεό ή γίνεται μάρτυράς Του, ο Θεός δεν απαιτεί καμία από αυτές τις συμπεριφορές. Τούτο συμβαίνει, επειδή ο Θεός δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να δεχθεί ευγνωμοσύνη ως ανταπόδοση ή οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τα καλά που κάνει για την ανθρωπότητα. Από την άλλη πλευρά, όσοι σέβονται τον Θεό και αποφεύγουν το κακό, όσοι ακολουθούν αληθινά τον Θεό, Τον ακούν και είναι πιστοί σε Αυτόν, καθώς και όσοι Τον υπακούν – αυτοί είναι οι άνθρωποι που λαμβάνουν συχνά τις ευλογίες του Θεού, και ο Θεός τούς δίνει τις ευλογίες Του χωρίς επιφυλάξεις. Επιπλέον, οι ευλογίες που λαμβάνουν οι άνθρωποι από τον Θεό είναι συχνά πέρα από τη φαντασία τους, αλλά και πέρα από οτιδήποτε μπορούν να ανταλλάξουν τα ανθρώπινα όντα για όσα έχουν πράξει ή το τίμημα που έχουν πληρώσει. Όταν η ανθρωπότητα απολαμβάνει τις ευλογίες του Θεού, ενδιαφέρεται κανείς για το τι πράττει ο Θεός; Ενδιαφέρεται κανείς για τα αισθήματα του Θεού; Προσπαθεί κανείς να αντιληφθεί τον πόνο του Θεού; Η ακριβής απάντηση στις ερωτήσεις αυτές είναι: Όχι! Μπορεί το οποιοδήποτε ανθρώπινο ον, συμπεριλαμβανομένου του Νώε, να αντιληφθεί την οδύνη του Θεού τη στιγμή εκείνη; Μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί ο Θεός έκανε μια τέτοια διαθήκη; Κανείς δεν μπορεί! Το ανθρώπινο γένος δεν αντιλαμβάνεται την οδύνη του Θεού, όχι επειδή αδυνατεί να την κατανοήσει, ούτε εξαιτίας του χάσματος μεταξύ Θεού και ανθρώπου ή της διαφοράς της θέσης τους· οφείλεται, μάλλον, στο ότι η ανθρωπότητα ούτε καν νοιάζεται για κανένα από τα αισθήματα του Θεού. Η ανθρωπότητα πιστεύει ότι ο Θεός είναι ανεξάρτητος – ο Θεός δεν έχει ανάγκη το ενδιαφέρον, την κατανόηση ή τις σκέψεις των ανθρώπων. Ο Θεός είναι Θεός, άρα δεν νοιώθει πόνο, ούτε και κανένα συναίσθημα· δεν μπορεί να είναι λυπημένος ή να αισθάνεται θλίψη, ούτε καν κλαίει. Ο Θεός είναι Θεός, άρα δεν έχει ανάγκη να εκφράσει τα συναισθήματά Του, ούτε και χρειάζεται συναισθηματική ανακούφιση. Αν, υπό ορισμένες συνθήκες, νοιώσει τέτοιες ανάγκες, θα επιλύσει ο ίδιος το πρόβλημα, χωρίς να χρειαστεί τη βοήθεια του ανθρώπινου γένους. Αντίθετα, οι αδύναμοι, ανώριμοι άνθρωποι είναι αυτοί που χρειάζονται την παρηγοριά, τη φροντίδα και την ενθάρρυνση του Θεού, ακόμη και να ανακουφίσει ο ίδιος τα συναισθήματά τους, οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Τέτοιες σκέψεις κρύβονται βαθιά μέσα στις καρδιές της ανθρωπότητας: Ο άνθρωπος είναι ο αδύναμος· χρειάζεται τον Θεό για να τον προσέχει παντοιοτρόπως, του αξίζει όλη η φροντίδα που λαμβάνει από Εκείνον, και μπορεί να Του ζητά ό, τι θεωρεί πως πρέπει να είναι δικό του. Ο Θεός είναι ο ισχυρός· κατέχει τα πάντα, και πρέπει να είναι ο φύλακας της ανθρωπότητας και ο χορηγός των ευλογιών. Αφού είναι ήδη Θεός, είναι παντοδύναμος και δεν χρειάζεται ποτέ τίποτα από το ανθρώπινο γένος.
Αφού ο άνθρωπος δεν δίνει σημασία σε καμία από τις αποκαλύψεις του Θεού, δεν αισθάνθηκε ποτέ του τη θλίψη, την οδύνη ή τη χαρά του Θεού. Αντιθέτως, ο Θεός γνωρίζει όλες τις εκφράσεις του ανθρώπου, σαν την παλάμη του χεριού Του. Ο Θεός συνδράμει στις ανάγκες του καθενός παντού και πάντοτε, παρατηρώντας τις εναλλασσόμενες σκέψεις του κάθε ανθρώπου, ανακουφίζοντας και προτρέποντάς τους, και καθοδηγώντας και φωτίζοντάς τους. Σε ό,τι αφορά όλα τα πράγματα που έπραξε ο Θεός για την ανθρωπότητα και όλα τα τιμήματα που κατέβαλε εξαιτίας της, μπορούν οι άνθρωποι να βρουν κάποιο χωρίο στη Βίβλο ή από οτιδήποτε έχει πει μέχρι στιγμής ο Θεός, που να δηλώνει σαφώς ότι ο Θεός θα απαιτήσει κάτι από τον άνθρωπο; Όχι! Αντίθετα, ανεξάρτητα από το ότι οι άνθρωποι αγνοούν τις σκέψεις του Θεού, Εκείνος εξακολουθεί να καθοδηγεί συνεχώς την ανθρωπότητα, συνδράμοντας και βοηθώντας την επανειλημμένα, προκειμένου να της επιτρέψει να ακολουθήσει την οδό Του, ώστε να μπορέσει να λάβει τον όμορφο προορισμό που έχει ετοιμάσει για αυτήν. Σε ό,τι αφορά τον Θεό, αυτό που έχει και είναι, η χάρις, το έλεος και όλες οι ανταμοιβές Του, θα δοθούν ανεπιφύλακτα σε αυτούς που Τον αγαπούν και Τον ακολουθούν. Ποτέ, όμως, δεν αποκαλύπτει σε κανέναν την οδύνη που ένοιωσε ή την ψυχική Του κατάσταση, και ποτέ δεν παραπονιέται για το ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται για Εκείνον ή δεν ξέρει το θέλημά Του. Απλώς υπομένει τα πάντα σιωπηλά, περιμένοντας την ημέρα που η ανθρωπότητα θα είναι ικανή να καταλάβει.