Ήταν νωρίς το πρωί, αμέσως μετά από μια βροχή, και λεπτή ομίχλη σκέπαζε το χωριό στους πρόποδες του βουνού. Το χωριό διακρινόταν μόνο μερικές φορές μέσα από την ομίχλη, σαν ένα παραμυθένιο μέρος πάνω στη γη. Σε ένα ζεστό αγροτόσπιτο που έμοιαζε με όλα τα άλλα, η Μολιάν έφερε ένα λασπωμένο σκαλιστήρι στην εξώπορτα και φώναξε στη νύφη της μέσα στο σπίτι να βιαστεί: «Σιάο-κινγκ, βιάσου, αν φυτέψουμε ακριβώς έπειτα από την ανοιξιάτικη βροχή, σίγουρα τα φυτά θα είναι δυνατά μεγαλώνοντας!»
«Έρχομαι!»
Πεθερά και νύφη περπάτησαν πάνω στο καστανό χώμα μέσα στα χωράφια…
Ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο έτρεξε προς το μέρος τους και ξαφνικά σταμάτησε μπροστά τους. «Είστε συγγενείς του Τσι-χούι;» ρώτησε λαχανιασμένα και με αγωνία ένας νεαρός άνδρας με πλατύ κεφάλι, καθώς σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Η Μολιάν έγνευσε ελαφρά, αλλά πριν μπορέσει να απαντήσει, εκείνος είπε πολύ έντονα: «Βιάσου! Ο γιός σου έχει χτυπήσει και είναι στο νοσοκομείο!» Η Μολιάν αμέσως ένιωσε ανήσυχη: είναι στο νοσοκομείο; Ήταν σοβαρό το τραύμα; Πριν μπορέσουν να σκεφτούν περαιτέρω, η Μολιάν και η νύφη της βρήκαν γρήγορα ένα ταξί και έτρεξαν στο νοσοκομείο της κωμόπολης.
Στον δεύτερο όροφο του νοσοκομείου, περισσότεροι από μια ντουζίνα άνθρωποι στέκονταν γύρω από το κρεβάτι σε έναν στενό νοσοκομειακό θάλαμο. Η Μολιάν όρμησε μέσα στο δωμάτιο και άνοιξε δρόμο μέσα στο πλήθος, ενώ η Σιάο-κινγκ την ακολουθούσε από κοντά. Το βλέμμα της Μολιάν αμέσως τράβηξε μια ζωηρή κόκκινη γραμμή από αίμα στο πάτωμα. Ο ακίνητος Τσι-χούι κειτόταν πάνω σε ένα μουσκεμένο από το αίμα φορείο, περικυκλωμένος από γιατρούς που έδεναν τις πληγές του για να σταματήσουν την αιμορραγία. Η Μολιάν σοκαρίστηκε από αυτό που είδε. Τα χέρια της έτρεμαν, η καρδιά της κόντευε να βγει από το στήθος της και το μυαλό της ήταν κενό. Καθώς ξαναβρήκε αργά τις αισθήσεις της, ρώτησε με φωνή που έτρεμε: «Τι συνέβη στον γιο μου;» «Γιατρέ, σας παρακαλώ, πείτε μας τι του συνέβη», ρώτησε η Σιάο-κινγκ δίπλα της καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ένας από τους άνδρες εκεί κοντά απάντησε γρήγορα: «Καθόμασταν οι τρεις μας σε σκαμνιά στην άκρη του δρόμου περιμένοντας, όταν ξαφνικά ένα μεγάλο κόκκινο φορτηγό πλησίασε τρέχοντας και έστειλε έναν πέτρινο κύβο περίπου 5 κιλών να χτυπήσει δυνατά σε μια διπλανή κολόνα ηλεκτρικού ρεύματος. Η πέτρα αναπήδησε πάνω στην κολόνα και πετάχτηκε κατευθείαν στο κεφάλι του γιου σας, κι εκείνος κατέρρευσε στο έδαφος. Υπήρχε μια τεράστια πληγή δίπλα στο δεξί μάτι του, και το αίμα πεταγόταν έξω, οπότε εμείς προσπαθήσαμε να σταματήσουμε την αιμορραγία με τα ρούχα μας και στη συνέχεια τον φέραμε στο νοσοκομείο». Όταν ο άνδρας σταμάτησε να μιλάει, ο γιατρός αναστέναξε και συνέχισε: «Οι χτύποι της καρδιάς του γιου σας είναι πολύ αδύναμοι και αναπνέει μόνο με δυσκολία. Δεν έχουμε κανέναν τρόπο για να τον σώσουμε. Πηγαίνετέ τον στο νοσοκομείο της πόλης όσο πιο σύντομα μπορείτε!» Τα πόδια της Μόλιαν λύγισαν και σχεδόν κατέρρευσε στο πάτωμα. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό και με ένα ίχνος λυγμού στη φωνή της, είπε: «Το νοσοκομείο της πόλης; Είναι πάνω από δυο ώρες από εδώ ως εκεί, και ο καρδιακός ρυθμός του είναι ήδη αδύναμος. Θα τα καταφέρει ως το νοσοκομείο της πόλης; Μήπως πεθάνει καθ’ οδόν; Τι θα κάνουμε αν πεθάνει ο γιος μου;» Όμως ο εξοπλισμός και οι ικανότητες των γιατρών στο νοσοκομείο της κωμόπολης πραγματικά δεν μπορούσαν να σώσουν τον γιο της, οπότε η Μολιάν δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον μεταφέρει.
Έξω από το νοσοκομείο, καθώς τα κόκκινα και γαλάζια φώτα του ασθενοφόρου αναβόσβηναν, πολλοί γιατροί μετέφεραν τον αναίσθητο Τσι-χούι στο όχημα, τους ακολούθησε η Σιάο-κινγκ με δάκρυα στα μάτια, και στη συνέχεια οι γιατροί βοήθησαν επίσης και τη Μολιάν να μπει στο ασθενοφόρο. Η Μολιάν κάθισε δίπλα στον Τσι-χούι και έπιασε το χέρι του που ήταν χλωμό από την απώλεια αίματος, και δεν το άφησε ούτε για ένα λεπτό, τρομοκρατημένη πως αν το έκανε, εκείνος θα την εγκατέλειπε. Το μέτωπο της Μολιάν ήταν συνοφρυωμένο τα μάτια της ήταν κόκκινα και το πρόσωπό της ήταν γεμάτο φόβο και ανημπόρια. Έλπιζε απεγνωσμένα πως κάποιος θα μπορούσε να σώσει τον γιο της.
Ξαφνικά, η Μολιάν σκέφτηκε τον Θεό: «Σωστά! Ο Θεός είναι για να στηρίζονται πάνω του οι άνθρωποι κάθε στιγμή. Πώς μπόρεσα να ξεχάσω τον Θεό;» Έτσι, η Μολιάν σιωπηλά επικαλέστηκε τον Θεό: «Θεέ! Ο γιος μου έχει χτυπήσει πολύ άσχημα, και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει. Θεέ! Ανησυχώ πολύ και δεν ξέρω τι να κάνω. Σε παρακαλώ, βοήθησέ με και καθοδήγησέ με». Αφού προσευχήθηκε, η Μολιάν θυμήθηκε την ιστορία του Ιώβ στη Βίβλο: όταν βρήκαν δοκιμασίες τον Ιώβ, έχασε τα κοπάδια του με τα βοοειδή και τα πρόβατα, τα αμέτρητα πλούτη του, τα δέκα του παιδιά πλακώθηκαν από μια οροφή που κατέρρευσε και πέθαναν, και έλκη σκέπασαν το σώμα του, προκαλώντας του και φυσική και πνευματική δυστυχία. Κι όμως, παρά τις περιστάσεις αυτές, ο Ιώβ δεν κατηγόρησε καθόλου τον Θεό. Αντίθετα, πίστευε πως όλα τα πράγματα είναι ενορχηστρωμένα από τον Θεό, πως όλα τα πράγματα τα δίνει ο Θεός και τα παίρνει ο Θεός, και ανεξάρτητα με το αν έρχονται σε εμάς ευλογίες ή καταστροφές, οι άνθρωποι πρέπει να δοξάζουν το άγιο όνομα του Θεού. Έτσι, έπεσε στο έδαφος και αποδέχθηκε και υπάκουσε σε όλα όσα τον βρήκαν και, μέσω της πίστης του, της υπακοής και του σεβασμού του για τον Θεό, έμεινε σταθερός και κατέθεσε υπέρ του Θεού ενώπιον του Σατανά. Στο τέλος, ο Ιώβ έλαβε τις ευλογίες και τον έπαινο του Θεού. Η Μολιάν κατάλαβε από όσα βίωσε ο Ιώβ πως ο Θεός είχε επιτρέψει σ’ αυτήν τη δοκιμασία να έρθει και να τη βρει με την ελπίδα πως εκείνη θα είχε την πίστη του Ιώβ στην κυριαρχία Του και, ανεξάρτητα αν ο Θεός έδινε ή έπαιρνε, θα υπάκουε στις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις του Θεού και θα στηριζόταν στην πίστη της στον Θεό για να σταθεί ακλόνητη και να καταθέσει υπέρ Του. Όταν η Μολιάν το συνειδητοποίησε αυτό, πρόσφερε μια προσευχή στον Θεό: «Θεέ! Θέλω να προσφέρω τη ζωή του γιου μου στα χέρια Σου. Αν ζήσει, θα δοξάσω τη χάρη Σου με ευγνωμοσύνη, αν όμως με αφήσει, θέλω να Σε υπακούω και να μην Σε κατηγορήσω. Ανεξάρτητα με την έκβαση, θα υπακούσω στις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις σου». Αφού προσευχήθηκε, η μεγάλη αγωνία στην καρδιά της ελαττώθηκε πάρα πολύ.
Δυο ώρες αργότερα, το ασθενοφόρο έφτασε στο νοσοκομείο της πόλης και ο γιος της Μολιάν μεταφέρθηκε βιαστικά στον θάλαμο των επειγόντων περιστατικών. Ένας γιατρός σήκωσε τα μανίκια του και πήγε στον Τσι-χούι. Σήκωσε τα βλέφαρα του Τσι-χούι και εξέτασε τα μάτια του, έπειτα κούνησε με λύπη το κεφάλι του και κοίταξε τη Μολιάν λέγοντας: «Ο γιος σας ίσως να μην τα καταφέρει. Δεν μπορούμε να τον δεχθούμε!» Αυτά τα απλά λόγια άφησαν άναυδους όλους όσους τους είχαν ακολουθήσει στον θάλαμο των επειγόντων. Η Μολιάν σχεδόν λιποθύμησε και έπεσε στο πάτωμα. Καθώς στηριζόταν στον τοίχο, το σώμα της έτρεμε, το πρόσωπό της χλωμό και τα μάτια της γεμάτα δάκρυα, αναρωτήθηκε: «Είναι αλήθεια; Δεν υπάρχει πραγματικά τρόπος να σωθεί ο Τσι-χούι; Ήταν τελείως υγιής όταν έφυγε από το σπίτι σήμερα το πρωί. Δεν χρειάστηκε σχεδόν καθόλου χρόνος για να έρθει σ’ αυτήν την κατάσταση. Στ’ αλήθεια θα μας αφήσει μ’ αυτόν τον τρόπο; Και αν πεθάνει, πώς θα επιζήσει η υπόλοιπη οικογένειά μας;» Η Σιάο-κινγκ πήγε γρήγορα να στηρίξει τη Μολιάν και, καθώς την αγκάλιασε, ξεκίνησε να κλαίει. Βασανιζόταν πολύ καθώς τα δάκρυά της κυλούσαν στα μάγουλά της. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά μόνο να επικαλεστεί τον Θεό: «Θεέ! Παρόλο που είμαι αποφασισμένη να Σε υπακούω, το να ακούω πως ο γιος μου δεν μπορεί να σωθεί εξακολουθεί να είναι πολύ οδυνηρό. Θεέ! Τι πρέπει να κάνω;» Αφού προσευχήθηκε, ένα εδάφιο από τα λόγια του Θεού αναδύθηκε στο μυαλό της: «Όπως το καθετί, ο άνθρωπος λαμβάνει ήσυχα και εν αγνοία του την τροφή της γλυκύτητας και της βροχής και της δροσιάς από τον Θεό. Όπως το καθετί, ο άνθρωπος ζει εν αγνοία του κάτω από την ενορχήστρωση του χεριού του Θεού. Η καρδιά και το πνεύμα του ανθρώπου κρατιούνται από το χέρι του Θεού και όλη η ζωή του ανθρώπου γίνεται αντιληπτή στα μάτια του Θεού. Ανεξάρτητα από το αν το πιστεύεις ή όχι αυτό, ο καθένας και όλα τα πράγματα, ζωντανά ή νεκρά, θα αλλάξουν, θα μετατραπούν, θα ανανεωθούν και θα εξαφανιστούν σύμφωνα με τις σκέψεις του Θεού. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός κυβερνάει τα πάντα» (Ο Θεός είναι η πηγή της ζωής του ανθρώπου). «Ο Παντοδύναμος Θεός είναι ένας πανίσχυρος γιατρός! […] Αν σου έχει μείνει μονάχα μια ανάσα, ο Θεός δεν θα σε αφήσει να πεθάνεις» («Κεφάλαιο 6» του «Ομιλίες του Χριστού στην αρχή»). Η Μολιάν συγκλονίστηκε από την εξουσία των λόγων του Θεού. Ξαφνικά, ξύπνησε από το σοκ της και θυμήθηκε πως ο Θεός είναι παντοδύναμος. Το αν ο γιος της θα ζούσε ήταν ενορχηστρωμένο και διευθετημένο από τον Θεό, ακριβώς όπως στα χέρια του Θεού είναι επίσης το πότε ένας άνθρωπος γεννιέται και πότε εγκαταλείπει τον κόσμο μας. Αυτά είναι πράγματα που δεν μπορεί να τα ελέγξει κανένας άνθρωπος, επειδή η εξουσία και η ικανότητα του Θεού είναι αιωνίως ανώτερες και μοναδικές. Όταν το σκέφτηκε αυτό, η Μολιάν είπε σιωπηλά στον εαυτό της: «Ο Θεός στον οποίο πιστεύω είναι παντοδύναμος, Εκείνος είναι ο Δημιουργός που κυβερνά όλο το σύμπαν και η πηγή της ζωής. Η ζωή του γιου μου δόθηκε από τον Θεό, και η ζωή και ο θάνατός του είναι στα χέρια του Θεού, οπότε το αν θα ζήσει δεν εξαρτάται από τον γιατρό. Πρέπει να έχω πίστη στον Θεό». Η διαφώτιση και η καθοδήγηση των λόγων του Θεού ήρθαν σ’ αυτήν ακριβώς τη σωστή στιγμή, μειώνοντας σημαντικά τον πόνο στην καρδιά της Μολιάν. Δεν μπορούσε παρά να νιώθει ένοχη για τη συμπεριφορά που προκλήθηκε από τη δική της έλλειψη πίστης. Παρόλο που παραδέχθηκε θεωρητικά πως ο Θεός προεδρεύει πάνω στα πάντα, εξακολουθούσε να μην έχει αληθινή πίστη στον Θεό, και όταν άκουσε τον γιατρό να λέει πως ο γιος της δεν μπορούσε να σωθεί, αμέσως η καρδιά της ένιωσε σαν να είχε αδειάσει, και παγιδεύτηκε στη θλίψη της απώλειας του γιου της. Το πνευματικό της ανάστημα ήταν πράγματι πάρα πολύ μικρό. Έτσι, η Μολιάν προσευχήθηκε ακόμη μια φορά στον Θεό: «Θεέ! Με το στόμα μου είπα πως η ζωή και ο θάνατος του γιου μου είναι στα χέρια Σου, όμως η καρδιά μου δεν είναι σίγουρη, και εξακολουθώ να πιστεύω πως οι γιατροί μπορούν να αποφασίσουν για τη ζωή και τον θάνατο του γιου μου. Αυτό συμβαίνει επειδή εξακολουθώ να μην έχω πραγματική κατανόηση της παντοδυναμίας Σου και της κυριαρχίας Σου και επειδή μου λείπει η ειλικρινής πίστη. Θεέ! Εύχομαι να βιώσω το έργο Σου. Ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, θα διατηρήσω μια καρδιά με σεβασμό και υπακοή ενώπιόν Σου για να αντιμετωπίσω οποιεσδήποτε καταστάσεις με βρουν».
Εκείνη τη στιγμή, ο αδελφός της Μολιάν χτύπησε με το χέρι του το μέτωπό του και είπε δυνατά: «Μόλις το θυμήθηκα, ο φίλος μου από τον στρατό είναι ο διευθυντής αυτού του νοσοκομείου!» Έπειτα βγήκε τρέχοντας από τον θάλαμο επειγόντων. Λίγα λεπτά αργότερα, ο αδελφός της Μολιάν μπήκε ορμητικά μέσα στον θάλαμο μαζί με τον διευθυντή του νοσοκομείου. Ο διευθυντής του νοσοκομείου εξέτασε τον σφυγμό του Τσι-χούι και είπε: «Επειδή αυτός είναι φίλος μου από τον στρατό, πρέπει να πάρουμε το ρίσκο και να προσπαθήσουμε να σώσουμε τον γιο σου, όμως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το μέγεθος του τραύματος στο κεφάλι του, ακόμη και αν μπορέσουμε να τον σώσουμε με μια εγχείρηση, ίσως να υποστεί εγκεφαλικό θάνατο. Πρέπει να είστε ψυχολογικά προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο». Ο διευθυντής του νοσοκομείου μίλησε με σοβαρό ύφος και έπειτα, όταν τελείωσε, έδωσε αμέσως εντολές στους άλλους γιατρούς να ετοιμαστούν για χειρουργείο. Όπως η Μολιάν έβλεπε να σπρώχνουν τον Τσι-χούι μέσα στο χειρουργείο, η αγωνία στην καρδιά της μειώθηκε, και την ίδια στιγμή ένιωσε ευγνωμοσύνη προς τον Θεό. Ήξερε πως η ξαφνική αναλαμπή του αδελφού της πως ο φίλος του από τον στρατό ήταν ο διευθυντής του νοσοκομείου, και η συναίνεση του διευθυντή να χειρουργήσει τον γιο της ήταν διευθετήσεις του Θεού. Σ’ αυτήν τη σκέψη, η Μολιάν σιωπηλά πρόσφερε μια ευχαριστήρια προσευχή στον Θεό.
Τα δευτερόλεπτα χτυπούσαν ρυθμικά στο ρολόι του τοίχου καθώς η οικογένεια της Μολιάν περίμενε με αγωνία έξω από τα χειρουργείο. Η Μολιάν κάθισε σε ένα παγκάκι και επικαλούνταν συνεχώς τον Θεό, η καρδιά της δεν τολμούσε να αφήσει τον Θεό ούτε για μια στιγμή. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα ντινγκ, το κόκκινο φως στην πόρτα του χειρουργείου σταμάτησε να αναβοσβήνει, και οι άνθρωποι που περίμεναν απέξω κοίταξαν νευρικά την πόρτα, κάποιοι συνοφρυωμένοι, κάποιοι με σφιγμένες γροθιές, και η Μολιάν με μια σοβαρή έκφραση…
«Η εγχείρηση είχε επιτυχία! Θα ξυπνήσει σε μερικές μέρες». Ο γιατρός ήρθε έξω και είπε σε όλους τα καλά νέα. Όλοι αντάλλαξαν βλέμματα με χαρούμενη έκφραση στο πρόσωπό τους. Όμως έπειτα, ο γιατρός συνέχισε: «Αλλά, ακόμη κι αν έχουμε σώσει τη ζωή του, το τραύμα έχει μήκος δέκα εκατοστά περίπου και είναι πολύ βαθύ, κι αυτό σημαίνει πως ίσως δημιουργηθεί εσωτερικό αιμάτωμα. Αν το συγκεντρωμένο αίμα εμποδίζει τα αιμοφόρα αγγεία, ίσως υποστεί εγκεφαλικό θάνατο».
«Τι; Μπορεί να είναι εγκεφαλικά νεκρός;»
«Αν συμβεί αυτό, τότε οι ζωές μας στο μέλλον θα…»
Ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας γύρω της ήταν αγχωμένα και ανησυχούσαν για το μέλλον του Τσι-χούι, η Μολιάν ήταν πολύ ήρεμη. Σκεφτόταν τον τρόπο με τον οποίο, από το ατύχημα του γιου της στην αντιμετώπισή του και στην επιτυχία της επέμβασης, ο Θεός είχε δείξει την εξουσία και τη δύναμή Του, κι εκείνη το είχε δει προσωπικά. Χωρίς τη σωτηρία του Θεού, ο γιος της ίσως να μην ζούσε ως το πρωί, όμως όταν οι άνθρωποι είχαν θεωρήσει πως ήταν αδύνατον να τον σώσουν, ο Θεός είχε χρησιμοποιήσει τους ανθρώπους, τις καταστάσεις και τα πράγματα γύρω του για να τον θεραπεύσει και του επέτρεψε να φύγει ασφαλής από το χειρουργικό τραπέζι. Δεν ήταν όλα αυτά ένα θαυμαστό έργο του Θεού; Όσο περισσότερο το σκεφτόταν η Μολιάν τόσο περισσότερο γέμιζε με πίστη στον Θεό. Πίστευε πως το αν ο γιος της θα ήταν εγκεφαλικά νεκρός ήταν στα χέρια του Θεού, αλλά ανεξάρτητα από την έκβαση, εκείνη ήταν έτοιμη να υπακούσει στις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις του Θεού χωρίς παράπονα.
Εκείνη τη στιγμή, μια αδύναμη φωνή ακούστηκε από τον θάλαμο του νοσοκομείου. Το βλέμμα της Μολιάν και όλων των άλλων στράφηκαν προς αυτήν. Ο Τσι-χούι, που είχε προβλεφτεί πως θα ξυπνούσε μερικές μέρες αργότερα, είχε σαν από θαύμα ανακτήσει ήδη τις αισθήσεις του! Όταν το είδε αυτό, τα δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της Μολιάν. Συγκινήθηκε τόσο πολύ που δεν ήξερε τι να πει. Μπορούσε μόνο να εκφράσει τις ευχαριστίες της στον Θεό μέσα στην καρδιά της: «Είναι ένα θαύμα! Σε τόσο πολλές από αυτές τις επεμβάσεις, δεν έχουμε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Οι ασθενείς που κάνουν τόσο σοβαρά χειρουργεία ποτέ δεν συνέρχονται τόσο νωρίς», είπε ο έκπληκτος γιατρός που κοίταζε το ηλεκτροκαρδιογράφημα. Όλοι όσοι ήταν παρόντες κοίταζαν άναυδοι και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο παρά να θαυμάζουν γι’ αυτό που είχαν δει. «Είναι τόσο τυχερός!» Όμως η Μολιάν ήξερε με σαφήνεια μέσα στην καρδιά της πως δεν επρόκειτο ούτε για τύχη ούτε για τις ικανότητες των γιατρών, επρόκειτο για την προστασία και το θαυμαστό έργο του Θεού. Η εξουσία και η δύναμη του Θεού δεν μπορούν να μετρηθούν από την επιστήμη, αντικαθιστούν κάθε δύναμη και ξεπερνούν κάθε τι που θεωρείται αδύνατον. Τα πάντα μπορούν να γίνουν μέσω του Θεού. Ακριβώς όπως λέει ο λόγος του Θεού: «Οι ουρανοί και η γη και όλα τα πράγματα δημιουργούνται και ολοκληρώνονται μέσω των λόγων που εκφέρω και, μ’ Εμένα, μπορούν να επιτευχθούν τα πάντα» («Κεφάλαιο 60» του «Ομιλίες του Χριστού στην αρχή»). Η Μολιάν, ευγνώμων που για μια ακόμη φορά τής είχε επιτραπεί να είναι μάρτυρας σε ένα από τα θαύματα του Θεού, ήταν γεμάτη ευγνωμοσύνη. Χαμογέλασε ικανοποιημένη καθώς κοίταζε τον γιο της στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο παρά να αναλογίζεται αυτό το σύντομο, αλλά τραυματικό ταξίδι. Συνειδητοποίησε βαθιά μέσα της πως σε κάθε βήμα που έκανε είχε την καθοδήγηση του ίδιου του Θεού. Όταν η Μολιάν ένιωθε φόβο, θλίψη και ανημπόρια, η διαφώτιση από τα λόγια του Θεού την οδήγησε να κατανοήσει το θέλημα του Θεού, πρόσφερε στήριγμα στην καρδιά της και της δίδαξε πώς να βιώσει τις καταστάσεις που ζούσε. Όταν ο γιος της «ήταν καταδικασμένος σε θάνατο», η Μολιάν έπεσε ξανά σε απόγνωση, και ήταν τα λόγια του Θεού που της έδωσαν πίστη και την οδήγησαν έξω από την απόγνωση βήμα-βήμα. Όταν η Μολιάν βίωσε τις καταστάσεις που ζούσε μέσα μέσω της πίστης, έγινε μάρτυρας των θαυμαστών έργων του Θεού και πάλι, και τελικά είδε τον γιο της να βγαίνει με ασφαλή τρόπο από την κρίση. Η Μολιάν ένιωσε τη μοναδική εξουσία και δύναμη του Θεού, συνειδητοποίησε πως οι γιατροί δεν μπορούν να αποφασίζουν για τη ζωή και τον θάνατο των ανθρώπων, πως ο εξελιγμένος επιστημονικός εξοπλισμός δεν μπορεί να παρατείνει τη ζωή των ανθρώπων, και πως η ζωή και ο θάνατος των ανθρώπων είναι στα χέρια του Θεού, ενορχηστρωμένα και διευθετημένα από τον Θεό. Η πίστη της στον Θεό μεγάλωσε πάρα πολύ, και αυτή η εμπειρία έγινε ένας πολύτιμος θησαυρός στο ταξίδι της πίστης της στον Θεό.
28 μέρες αργότερα…
Αφού καθάρισε το σπίτι της, η Μολιάν περπάτησε έξω ως την αυλόπορτά της και κοίταξε μακριά. Είπε μαλακά στον εαυτό της: «Σήμερα Τσι-χούι θα βγει από το νοσοκομείο. Το γεγονός ότι ανάρρωσε τόσο γρήγορα είναι ειλικρινώς η προστασία του Θεού!» Όχι πολύ αργότερα, όταν η Μολιάν είδε τον Τσι-χούι να περπατά προς το σπίτι, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να προσφέρει ευχαριστίες και να δοξάζει τον Θεό μέσα στην καρδιά της!
Σιάο-του, Κίνα