«Γιαγιά, έχω σχεδόν τελειώσει τα μαθήματά μου. Σε λίγο θα σου διαβάσω τον λόγο του Θεού!» Η Ντουάν Γιου χαμογελούσε ευτυχισμένη καθώς κοίταζε τη ζωηρή, έξυπνη και υπάκουη εγγονή της, τη Σάσα. Δεν ήταν πια το ασθενικό και λεπτό σαν οδοντογλυφίδα παιδί που ήταν πριν από τέσσερα χρόνια και η Ντουάν Γιου δεν μπόρεσε να σταματήσει τις σκέψεις της που την παρέσυραν πίσω σ’ εκείνη την εποχή…
«Αδελφέ μου, νύφη μου, περάστε παρακαλώ στο καθιστικό…» Η Ντουάν Γιου τους χαιρέτησε θερμά όταν έφτασαν για να παραστούν στον γάμο της κόρης της. Ήταν πολύ απασχολημένη.
«Ουά… Ουά…» Ο ήχος κλάματος έφτασε στα αυτιά της Ντουάν Γιου και κοίταξε γύρω της για να διαπιστώσει την πηγή. Το μόνο που είδε ήταν την εξάχρονη εγγονή της Σάσα να δείχνει ένα μπουκάλι νερό, κλαίγοντας δυνατά και πηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο χωρίς να λέει τίποτα.
Η Ντουάν Γιου έσπευσε και είδε ότι το στόμα της Σάσα ήταν γεμάτο φουσκάλες σε μεγέθους σταφυλιού. Το στόμα της ήταν ανοιχτό και μπορούσε να αναπνεύσει μόνο από τη μύτη. Βλέποντας τη Σάσα να πονάει τόσο, η Ντουάν Γιου φοβήθηκε μέχρι τρέλας και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Πήρε βιαστικά το μπουκάλι το νερό από το πάτωμα και είδε ότι υπήρχε καυστική σόδα μέσα στο νερό. Πανικοβλήθηκε: «Τι μπορώ να κάνω; Η καυστική σόδα είναι διαβρωτική και πραγματικά καίει. Η Σάσα την ήπιε νομίζοντας ότι είναι μεταλλικό νερό. Εάν της συμβεί ο, τιδήποτε…» Σε αυτήν τη σκέψη, η Ντουάν Γιου άρχισε να πνίγεται σε λυγμούς.
Ο γιος της Ντουάν Γιου και συγγενείς και φίλοι της άκουσαν την αναταραχή, έσπευσαν και έμειναν σαν αποβλακωμένοι από τη σκηνή μπροστά τους. Η έκφραση του γιου της Ντουάν Γιου ήταν ανήσυχη, καθώς της έλεγε: «Μαμά, πρέπει να πάμε τη Σάσα στο νοσοκομείο, τώρα!» Λέγοντάς το αυτό, πήρε τη Σάσα στην αγκαλιά του και έτρεξε έξω από το σπίτι. Η Ντουάν Γιου σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της κι έτρεξε πίσω από τον γιο της, και έσπευσαν στο νοσοκομείο της πόλης.
«Τα τραύματά της είναι πολύ σοβαρά! Γρήγορα, πρέπει να της κάνουμε πλύση στομάχου!», ούρλιαξε ο γιατρός. Προτού μπορέσει, όμως, να της γίνει η πλύση στομάχου, οι φουσκάλες στο στόμα της Σάσα άρχισαν να σπάνε και να τρέχει άφθονο αίμα από τις άκρες του στόματός της. Λίγο αργότερα, η Σάσα χλώμιασε θανάσιμα και έχασε τις αισθήσεις της. Βλέποντας την εγγονή της στα πρόθυρα του θανάτου, η Ντουάν Γιου αγχώθηκε και ανησύχησε ακόμη περισσότερο. Η κατάσταση της Σάσα ήταν πάρα πολύ σοβαρή και το νοσοκομείο της πόλης δεν ήταν σε θέση να τη σώσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο γιατρός ήταν μερικά απλά πράγματα για να διαχειριστεί την κατάστασή της και στη συνέχεια να κανονίσει ασθενοφόρο για να μεταφέρει τη Σάσα στο νομαρχιακό νοσοκομείο.
Καθ’ οδόν, η Ντουάν Γιου προσευχόταν συνεχώς και σιωπηλά στον Θεό: «Θεέ μου! Η κατάσταση της εγγονής μου είναι πολύ σοβαρή και δεν ξέρω τι να κάνω. Θεέ μου! Θέλω απλώς να αφήσω την εγγονή μου στα χέρια Σου ώστε να μπορέσεις να πραγματοποιήσεις τις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις Σου. Σου ζητώ να προστατεύσεις την καρδιά μου ώστε να μπορώ να είμαι ήρεμη ενώπιόν Σου και να στηριχθώ σ’ Εσένα για να ξεπεράσω αυτήν την κατάσταση».
Αφού εξέτασε τη Σάσα, ο γιατρός φώναξε στη νοσοκόμα: «Βιάσου, βιάσου! Πάρτε την αμέσως στην εντατική!» Όταν άκουσε τη λέξη «εντατική», φρίκη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της Ντουάν Γιου και έπεσε αδύναμα σε μια καρέκλα στον διάδρομο. Η εγγονή της είχε μόλις γίνει έξι εκείνο τον χρόνο, κι αν της συνέβαινε κάτι, τι θα έκανε; Όσο περισσότερο το σκεφτόταν η Ντουάν Γιου, τόσο πιο πολύ αναστατωνόταν. Στη συνέχεια, πήγε στην εντατική μερικές φορές και είδε ότι η εγγονή της ήταν ακόμη αναίσθητη. Ήταν πολύ ανήσυχη και αγχωμένη και, μέσα στην αμηχανία της, συνέχιζε απλώς να προσεύχεται στον Θεό, ζητώντας Του να θεραπεύσει την εγγονή της. Τα μεσάνυχτα, έφτασε η νύφη της στο νοσοκομείο που είχε πάρει αεροπλάνο για να είναι μαζί τους. Ο γιος της Ντουάν Γιου φοβόταν ότι η μητέρα του είχε αγχωθεί πάρα πολύ, γι’ αυτό και την πήγε σπίτι.
Η Ντουάν Γιου δεν έκλεισε μάτι εκείνο το βράδυ. Όλη νύχτα προσευχόταν στον Θεό για να ηρεμήσει την καρδιά της και να προστατεύσει την εγγονή της, ώστε να μπορέσει να τα βγάλει πέρα σε αυτήν τη δοκιμασία. Η Ντουάν Γιου υπέφερε πολλά μέχρι να έλθει το φως της αυγής. Ξαφνικά, της τηλεφώνησε η νύφη της: «Μαμά, η Σάσα ξύπνησε. Συνεχίζει να βήχει και να βγάζει αίμα, όμως προς το παρόν είναι εκτός κινδύνου. Μην ανησυχείτε…» Όταν άκουσε ότι η εγγονή της ήταν εκτός κινδύνου, η Ντουάν Γιου, γεμάτη συγκίνηση, ευχαριστούσε συνεχώς τον Θεό. Αναστέναξε με ανακούφιση.
10 μέρες είχαν περάσει σαν αστραπή, όμως η Σάσα δεν ήταν ακόμη σε θέση να φάει στερεά τροφή και, αν έπινε νερό, το έκανε αμέσως εμετό. Η οικογένεια αποφάσισε ότι ήταν καλύτερο να τη μεταφέρουν στο δημοτικό νοσοκομείο. Όταν πήγαν εκεί, ο γιατρός την εξέτασε και είπε: «Η κατάσταση του παιδιού είναι ακόμη χειρότερη κι από το αν είχε καρκίνο. Πρέπει να τη χειρουργήσουμε αμέσως για να ανοίξουμε τον οισοφάγο της. Δεν έχει φάει για τόσο πολύ καιρό, όμως, που τα έντερά της έχουν μπλεχτεί. Δεν μπορούμε να εγγυηθούμε ότι η εγχείρηση θα πετύχει ή ότι δεν θα μείνει με επιπλοκές αργότερα». Όταν άκουσε τον γιατρό να μιλάει σαν να καταδίκαζε τη Σάσα στη θανατική ποινή, η Ντουάν Γιου αισθάνθηκε θλίψη να σπαράζει την καρδιά της και σκέφτηκε: «Η κατάσταση της Σάσα είναι χειρότερη κι από το αν είχε καρκίνο; Υπάρχει καμία ελπίδα; Έχουμε ήδη δαπανήσει πάνω από 50.000 γιουάν στη θεραπεία της. Πού στο καλό θα βρούμε τα χρήματα να πληρώσουμε την εγχείρηση; Και τι θα κάνουμε αν η εγχείρηση δεν πετύχει;» Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Ντουάν Γιου αισθάνθηκε νικημένη από την ανησυχία και την αγωνία και δεν μπορούσε να κάνει την καρδιά της να μην αισθάνεται αδύναμη καθώς σκεφτόταν: «Έχω προσευχηθεί στον Θεό, γιατί λοιπόν ο Θεός δεν προστατεύει τη Σάσα;» Μόλις αυτή η σκέψη ήλθε στο κεφάλι της, συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι κατηγορούσε τον Θεό κι έτσι προσευχήθηκε βιαστικά σ’ Αυτόν: «Θεέ μου, έκανα λάθος! Δεν έπρεπε να Σε κατηγορήσω. Είτε μπορεί να θεραπευθεί η εγγονή μου είτε όχι, όλα είναι στα χέρια Σου. Πιστεύω ότι πίσω από αυτό που συμβαίνει τώρα βρίσκεται το καλό Σου θέλημα. Απλά δεν καταλαβαίνω το θέλημά Σου τώρα και δεν ξέρω τι μάθημα πρέπει να πάρω. Θεέ μου! Σου ζητώ να με διαφωτίσεις και να με καθοδηγήσεις και να μου επιτρέψεις να κατανοήσω το θέλημά Σου και να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις Σου».
Όταν επέστρεψε σπίτι, η Ντουάν Γιου διάβασε τον λόγο του Θεού: «Όταν οι άνθρωποι υποβάλλονται σε δοκιμασίες, είναι φυσιολογικό να είναι αδύναμοι, ή να έχουν αρνητικότητα μέσα τους, ή να στερούνται διαύγειας όσον αφορά το θέλημα του Θεού ή το μονοπάτι άσκησής τους. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, πρέπει να έχεις πίστη στο έργο του Θεού και να μην Τον αρνείσαι, όπως ακριβώς έκανε κι ο Ιώβ. Παρόλο που ο Ιώβ ήταν αδύναμος και αναθεμάτισε την ημέρα που γεννήθηκε, δεν αρνήθηκε πως τα πάντα στην ανθρώπινη ζωή τα παρείχε ο Ιεχωβά και πως ο Ιεχωβά είναι, επίσης, Αυτός που μπορούσε να τα πάρει όλα πίσω. Όπως κι αν δοκιμάστηκε, διατήρησε την πίστη του» (Όσοι πρόκειται να οδηγηθούν στην τελείωση πρέπει να υποβληθούν σε εξευγενισμό). Καθώς αναλογιζόταν τον λόγο του Θεού, η Ντουάν Γιου σκέφτηκε τις δοκιμασίες του Ιώβ, κατά τη διάρκεια των οποίων έχασε βουνά ολόκληρα από βόδια και πρόβατα, τον οικογενειακό πλούτο και την περιουσία του και τα 10 παιδιά του, αλλά και το σώμα του γέμισε οδυνηρές πληγές. Μολονότι ο Ιώβ αισθανόταν αδύναμος και πονεμένος, δεν μίλησε αμαρτωλά και δεν είπε λέξη που να ρίχνει το φταίξιμο στον Θεό ή λέξη που θα Τον είχε θλίψει, επειδή πίστευε στην κυριαρχία Του και γνώριζε ότι όλα όσα είχε τού είχαν δοθεί από τον Θεό και δεν τα είχε κερδίσει με τον δικό του κόπο. Ο Ιώβ γνώριζε ότι, ως δημιούργημα, είτε ο Θεός έδινε είτε έπαιρνε, εκείνος έπρεπε πάντοτε να υπακούει στον Θεό. Ο Ιώβ δεν έχασε την πίστη του στον Θεό κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του, αλλά ήταν σε θέση να διατηρήσει τη θεοφοβούμενη καρδιά του και να υποταχθεί στις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις του Θεού, και είπε: «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον» (Ιώβ 1:21), και «Τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή;» (Ιώβ 2:10). Τελικά, ο Ιώβ έγινε μάρτυρας του Θεού κατά τρόπο όμορφο και ηχηρό και ντρόπιασε τον Σατανά και τον έκανε να αποτύχει και να φύγει βιαστικά. Η πίστη του Ιώβ, ο σεβασμός και η υπακοή του στον Θεό τον έκαναν να κερδίσει τον έπαινο και την αποδοχή του Θεού. Σε σύγκριση με τον Ιώβ, η Ντουάν Γιου είδε ότι η δική της πίστη στον Θεό ήταν θλιβερά μικρή. Με την εγγονή της να έχει καταπιεί κατά λάθος καυστική σόδα και να έχει καεί, η Ντουάν Γιου όχι μόνο δεν είχε θεοφοβούμενη καρδιά και δεν αναζητούσε το θέλημα του Θεού, αλλά δεν έδειχνε καν υπακοή προς τον Θεό. Αντιθέτως, απλώς ικέτευσε αδικαιολόγητα τον Θεό να θεραπεύσει την εγγονή της και να την προστατεύσει ώστε να ανακάμψει γρήγορα. Όταν η κατάσταση της εγγονής της δεν φάνηκε να βελτιώνεται, άρχισε να κατηγορεί τον Θεό, και αυτό σήμαινε ότι είχε απαιτήσεις από Αυτόν και προσπαθούσε να κάνει συμφωνίες μαζί Του. Σκέφτηκε πως ήταν δημιούργημα και πως η πίστη στον Θεό και η λατρεία Του ήταν ουράνιοι νόμοι. Επιπλέον, πίστευε στον Θεό όλα αυτά τα χρόνια και είχε απολαύσει ελεύθερα τον λόγο Του. Είχε επίσης λάβει απεριόριστη χάρη από τον Θεό, ιδιαίτερα δε όσες φορές είχε πέσει από τις σκάλες, ο Θεός την είχε προστατεύσει και δεν είχε τραυματιστεί. Όμως, όχι μόνο δεν είχε επιδείξει καμία ευγνωμοσύνη, αλλά, αντίθετα, είχε κατηγορήσει τον Θεό και Τον είχε παρανοήσει επειδή οι πράξεις Του δεν είχαν ικανοποιήσει τα αιτήματά της —συνειδητοποιούσε πόσο ασυνείδητη και παράλογη ήταν. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Ντουάν Γιου έχυσε δάκρυα ντροπής και απηύθυνε μια προσευχή υπακοής και μετάνοιας στον Θεό: «Θεέ μου! Είμαι τόσο ανόητη και αδαής που δεν καταλαβαίνω την κυριαρχία Σου. Έχω απολαύσει τόσο πολύ τη χάρη Σου και τόσο πολλές από τις ευλογίες Σου, όμως ποτέ δεν είχα αληθινή πίστη σε Σένα, ούτε Σε υπάκουγα αληθινά. Τώρα η εγγονή μου είναι σοβαρά άρρωστη, όμως εγώ εξακολουθώ και πάλι να έχω παράλογες απαιτήσεις από Σένα, τόσο μάλιστα ώστε να Σε κατηγορώ ακόμη και για το ό,τι συμβαίνει. Είμαι πολύ ασυνείδητη. Θεέ μου, έκανα λάθος. Θέλω να μετανοήσω ενώπιόν Σου και να εμπιστευθώ την εγγονή μου στα χέρια Σου. Είτε η εγγονή μου μπορέσει να θεραπευθεί στο τέλος είτε όχι, δεν θα Σου παραπονεθώ ξανά. Επιθυμώ μόνο να υποταχθώ στις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις Σου και να βασιστώ σε Σένα για να αντιμετωπίσω ό,τι έλθει».
Το επόμενο πρωί, η Ντουάν Γιου διάβασε μερικά ακόμη λόγια του Θεού: «Όπως το καθετί, ο άνθρωπος λαμβάνει ήσυχα και εν αγνοία του την τροφή της γλυκύτητας και της βροχής και της δροσιάς από τον Θεό. Όπως το καθετί, ο άνθρωπος ζει εν αγνοία του κάτω από την ενορχήστρωση του χεριού του Θεού. Η καρδιά και το πνεύμα του ανθρώπου κρατιούνται από το χέρι του Θεού και όλη η ζωή του ανθρώπου γίνεται αντιληπτή στα μάτια του Θεού. Ανεξάρτητα από το αν το πιστεύεις ή όχι αυτό, ο καθένας και όλα τα πράγματα, ζωντανά ή νεκρά, θα αλλάξουν, θα μετατραπούν, θα ανανεωθούν και θα εξαφανιστούν σύμφωνα με τις σκέψεις του Θεού. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός κυβερνάει τα πάντα» (Ο Θεός είναι η πηγή της ζωής του ανθρώπου). Ο λόγος του Θεού έδωσε πίστη και δύναμη στην Ντουάν Γιου και μπόρεσε να καταλάβει ότι τα πάντα βρίσκονται στα χέρια του Θεού και ότι η ζωή και ο θάνατος, η τύχη και η κακοτυχία των ανθρώπων βρίσκονται κι αυτά στα χέρια του Θεού. Ακόμη περισσότερο, συνειδητοποίησε, εξαρτάτο από τον Θεό αν η εγχείριση της εγγονής της θα ήταν επιτυχής ή όχι, και αυτό δεν μπορούσε να το αποφασίσει κανένα ανθρώπινο ον. Ακόμη κι αν ένας γιατρός έλεγε ότι η εγγονή της ήταν βέβαιο ότι θα πεθάνει, δεν θα πέθαινε εάν ο Θεός δεν το επέτρεπε. Και όταν άκουσε ό,τι είπε ο γιατρός, είχε τρομοκρατηθεί και φοβόταν, άρα με τις συνεχείς ανησυχίες και το αίσθημα αγωνίας για το τι θα μπορούσε να συμβεί στην εγγονή της, δεν είχε υποκύψει στα τεχνάσματα του Σατανά; Ο Σατανάς επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει την κατάσταση της εγγονής της για να τη βάλει σε πειρασμό και να την ενοχλήσει, να την κάνει να χάσει την πίστη της στον Θεό και να Τον αρνηθεί και να Τον προδώσει —ο Σατανάς είναι πραγματικά άθλιος! Η Ντουάν Γιου όμως διέβλεψε το δόλιο σχέδιο του Σατανά και, παράλληλα, μελετώντας τον λόγο του Θεού, μπόρεσε να κατανοήσει κάπως την παντοδυναμία και την κυριαρχία Του και η πίστη της στον Θεό ενισχύθηκε. Ήξερε ότι δεν θα πρέπει να συνεχίσει να είναι δειλή και φοβισμένη και να την εξαπατά ο Σατανάς, αλλά να εμπιστευθεί την εγγονή της στον Θεό και να υποταχθεί στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις Του για τη μοίρα της εγγονής της. Ακόμη κι αν η εγχείρηση κατέληγε σε αποτυχία, δεν θα κατηγορούσε τον Θεό, αλλά θα υποτασσόταν στις ενορχηστρώσεις Του. Μόλις τα κατανόησε αυτά, η Ντουάν Γιου αισθάνθηκε πολύ πιο ήρεμη την καρδιά της. Έφαγε έπειτα βιαστικά το πρωινό της και έσπευσε στο νοσοκομείο. Όταν είδε ότι η Σάσα εξακολουθούσε να μην είναι σε θέση να φάει στερεά τροφή ή να πιει νερό, η Ντουάν Γιου λυπήθηκε, είχε όμως την πεποίθηση ότι η ζωή της εγγονής της ήταν στα χέρια του Θεού. Στη συνέχεια, έσκυψε στο αυτί της Σάσα και ψιθύρισε: «Σάσα, να είσαι δυνατή. Αύριο θα χειρουργηθείς. Προσευχήσου και βασίσου στον Θεό, και με τον Θεό στήριγμά μας, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα!» Η Σάσα κούνησε ελαφρά το κεφάλι συγκατανεύοντας.
Μέσα σε πάνω από 20 ημέρες στο δημοτικό νοσοκομείο, η Σάσα υπεβλήθη σε τρεις αποτυχημένες επεμβάσεις και ο γιατρός είπε, απελπισμένος: «Πρέπει να προετοιμαστείτε για το χειρότερο. Ο λαιμός της Σάσα έχει καεί πολύ άσχημα από την καυστική σόδα και το άνοιγμα στον λαιμό της έχει επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό. Όταν πίνει νερό, πνίγεται και το βγάζει βήχοντας. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα τώρα. Το καλύτερο θα ήταν να την πάρετε πίσω στο σπίτι».
Η Ντουάν Γιου γέμισε ανησυχία καθώς κοίταζε τη λεπτή σαν οδοντογλυφίδα εγγονή της. Το κορίτσι δεν μπορούσε ούτε καν να περπατήσει πολύ σταθερά, και την κρατούσε ζωντανή μόνο ο ενδοφλέβιος ορός της. Αν της τον αφαιρούσαν και την έπαιρναν σπίτι, απλά η οικογένειά της θα βρίσκονταν εκεί περιμένοντάς τη να πεθάνει. Είχε όμως υποβληθεί σε τρεις εγχειρίσεις και καμία από αυτές δεν είχε πετύχει κι ο γιατρός είχε ήδη εγκαταλείψει τη θεραπεία της. Επιπλέον, η οικογένειά τους είχε ξοδέψει ως και την τελευταία δεκάρα στη θεραπεία της Σάσα. Απεγνωσμένη, η οικογένεια δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να πάρει τη Σάσα πίσω στο σπίτι.
Η Σάσα απλά δεν ήταν σε θέση να φάει στερεά τροφή. Κάθε μέρα, της έδιναν λίγες σταγόνες γάλα, όμως κι αυτό το έκανε εμετό. Βλέποντας τη Σάσα τόσο πονεμένη και τόσο ισχνή, η οικογένεια της Ντουάν Γιου θρηνούσε μέσα στην αγωνία της. Όταν οι γείτονες είδαν την κατάσταση της Σάσα, τη συζητούσαν μεταξύ τους και έλεγαν: «Είναι πολύ άρρωστο, το κακόμοιρο το παιδί. Δεν φαίνεται να ζει για πολύ ακόμα». Τα λόγια τους προκαλούσαν ακόμη περισσότερο πόνο και αγωνία στην Ντουάν Γιου, και έκλαιγε όλη μέρα, κάθε μέρα, και δεν μπορούσε ούτε να φάει ούτε να κοιμηθεί. Για να κρατήσει τη Σάσα ζωντανή, ο γιος της Ντουάν Γιου την πήγαινε καθημερινά στο νοσοκομείο της πόλης για ενδοφλέβια θεραπεία ορού, κανείς όμως δεν ήξερε για πόσο θα ζήσει η Σάσα. Όσο περνούσε ο καιρός, η οικογένεια εγκατέλειπε την ιδέα η Σάσα να υποβληθεί σε οιαδήποτε αγωγή. Μάρτυρας όλων αυτών, η καρδιά της Ντουάν Γιου αισθανόταν σαν να ήταν διχασμένη στα δύο και, μέσα στον πόνο της, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσεύχεται σιωπηλά στον Θεό.
Συνεχίζεται…
Μέρος Δεύτερο: Πώς ένα 6χρονο κορίτσι επιζεί ως δια θαύματος αφού καταπίνει τυχαία καυστική σόδα (Μέρος δεύτερο)
Από την Ντουάν Γιου