Μενού

Επόμενο

Καθημερινά λόγια του Θεού: Γνωρίζοντας τον Θεό | Απόσπασμα 50

57 24/10/2023

Οι εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης του Ιώβ κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του (κατανοώντας την τελειότητα, την ακεραιότητα του Ιώβ, τον σεβασμό του για τον Θεό και την αποφυγή του κακού κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του)

Όταν ο Ιώβ άκουσε ότι είχε κλαπεί η περιουσία του, ότι οι γιοι και οι θυγατέρες του είχαν χάσει τη ζωή τους και ότι οι υπηρέτες του είχαν σκοτωθεί, αντέδρασε ως εξής: «Τότε σηκωθείς ο Ιώβ διέσχισε το επένδυμα αυτού και εξύρισε την κεφαλήν αυτού και έπεσεν επί την γην και προσεκύνησε» (Ιώβ 1:20). Αυτά τα λόγια μας μιλάνε για ένα γεγονός: αφού άκουσε αυτή την είδηση, ο Ιώβ δεν πανικοβλήθηκε, δεν έκλαψε ούτε κατηγόρησε τους υπηρέτες που του έφεραν την είδηση, πολύ λιγότερο δε, επιθεώρησε τη σκηνή του εγκλήματος για να διερευνήσει και να επαληθεύσει το πώς και το γιατί και να μάθει τι πραγματικά συνέβη. Δεν έδειξε κανέναν πόνο ή λύπη για την απώλεια της περιουσίας του, ούτε κατέρρευσε θρηνώντας για την απώλεια των παιδιών του, των αγαπημένων του. Αντιθέτως, έσκισε το ένδυμά του, ξύρισε το κεφάλι του, κι έπεσε στο έδαφος και προσκύνησε. Οι ενέργειες του Ιώβ διαφέρουν από αυτές ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Προκαλούν σύγχυση σε πολλούς ανθρώπους, και τους κάνουν να επιπλήξουν τον Ιώβ για την «ψυχρότητά του» στην καρδιά τους. Αν έχαναν ξαφνικά την περιουσία τους, οι κανονικοί άνθρωποι θα φαίνονταν συντετριμμένοι ή απελπισμένοι —ή, στην περίπτωση κάποιων ανθρώπων, ίσως και να έπεφταν σε βαθιά κατάθλιψη. Αυτό συμβαίνει επειδή στην καρδιά τους, η περιουσία των ανθρώπων αντιπροσωπεύει μια ζωή κόπων, είναι εκείνη στην οποία στηρίζουν την επιβίωσή τους, είναι η ελπίδα που τους κρατάει ζωντανούς. Η απώλεια της περιουσίας τους σημαίνει ότι οι κόποι τους πήγαν χαμένοι, ότι δεν έχουν ελπίδα, και μάλιστα ότι δεν έχουν μέλλον. Αυτή είναι η στάση κάθε φυσιολογικού ατόμου προς την περιουσία του και η στενή σχέση που έχει με αυτή, και αυτή είναι και η σημασία της περιουσίας στα μάτια των ανθρώπων. Ως εκ τούτου, η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων αισθάνεται σύγχυση από την ψύχραιμη στάση του Ιώβ ως προς την απώλεια της περιουσίας του. Σήμερα, θα διαλύσουμε τη σύγχυση όλων αυτών των ανθρώπων εξηγώντας τι συνέβαινε μέσα στην καρδιά του Ιώβ.

Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι, δεδομένου ότι ο Ιώβ είχε λάβει τόσο μεγάλη περιουσία από τον Θεό, ο Ιώβ θα έπρεπε να αισθάνεται ντροπή ενώπιον του Θεού εξαιτίας της απώλειας αυτών των περιουσιακών στοιχείων, διότι δεν τα είχε φυλάξει ούτε τα είχε φροντίσει, δεν είχε διατηρήσει τα περιουσιακά στοιχεία που του δόθηκαν από τον Θεό. Έτσι, όταν άκουσε ότι η περιουσία του είχε κλαπεί, η πρώτη του αντίδραση θα έπρεπε να ήταν να πάει στη σκηνή του εγκλήματος και να κάνει απογραφή όλων όσων είχαν χαθεί, και στη συνέχεια να εξομολογηθεί στον Θεό, ώστε να μπορέσει για άλλη μια φορά να λάβει τις ευλογίες του Θεού. Ο Ιώβ, όμως, δεν το έκανε —και φυσικά είχε τους λόγους του που δεν το έκανε. Στην καρδιά του, ο Ιώβ πίστευε ακράδαντα ότι ο Θεός τού είχε παραχωρήσει όλα όσα κατείχε, και δεν ήταν προϊόν του δικού του μόχθου. Συνεπώς, δεν έβλεπε αυτές τις ευλογίες ως κάτι στο οποίο έπρεπε να επενδύσει, αλλά τηρούσε με νύχια και με δόντια τις αρχές σύμφωνα με τις οποίες ζούσε. Αγαπούσε τις ευλογίες του Θεού και Τον ευχαριστούσε γι’ αυτές, αλλά δεν ήταν εξαρτημένος από αυτές, ούτε επιζητούσε περισσότερες ευλογίες. Αυτή ήταν η στάση του απέναντι στην περιουσία. Δεν έκανε τίποτα απλώς και μόνο για να κερδίζει ευλογίες, ούτε ανησυχούσε ή στεναχωριόταν από την έλλειψη ή την απώλεια των ευλογιών του Θεού. Δεν ένιωθε υπερβολική, τρελή χαρά εξαιτίας των ευλογιών του Θεού, ούτε αγνοούσε την οδό του Θεού ούτε ξεχνούσε τη χάρη του Θεού λόγω των ευλογιών που απολάμβανε συχνά. Η στάση του Ιώβ απέναντι στην περιουσία του αποκαλύπτει στους ανθρώπους την αληθινή του ανθρώπινη φύση: πρώτον, ο Ιώβ δεν ήταν άπληστος άνθρωπος και δεν είχε απαιτήσεις από την υλική του ζωή. Δεύτερον, ο Ιώβ δεν ανησυχούσε ποτέ ούτε φοβόταν ότι ο Θεός θα του έπαιρνε όλα όσα είχε, η οποία ήταν η στάση της υπακοής στον Θεό μέσα στην καρδιά του. Τουτέστιν, δεν είχε απαιτήσεις ή παράπονα για το πότε ή αν ο Θεός θα έπαιρνε από αυτόν, και δεν ζητούσε τον λόγο, αλλά μόνο προσπαθούσε να υπακούει τις ρυθμίσεις του Θεού. Τρίτον, ποτέ δεν πίστευε ότι η περιουσία του προήλθε από τον δικό του μόχθο, αλλά ότι του παραχωρήθηκε από τον Θεό. Αυτή ήταν η πίστη του Ιώβ στον Θεό και αποτελεί ένδειξη της πεποίθησής του. Καθίσταται σαφής η ανθρώπινη φύση του Ιώβ και η αληθινή καθημερινή του επιδίωξη όπως συνοψίζεται στα τρία αυτά σημεία του; Η ανθρώπινη φύση και η επιδίωξη του Ιώβ ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ψύχραιμης συμπεριφοράς του όταν ήρθε αντιμέτωπος με την απώλεια της περιουσίας του. Ακριβώς λόγω της καθημερινής του επιδίωξης, ο Ιώβ είχε το ανάστημα και την πεποίθηση να πει: «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον» κατά τις δοκιμασίες του Θεού. Αυτά τα λόγια δεν τα είχε σκεφτεί σε μια νύχτα ο Ιώβ, ούτε του ήρθαν έτσι στο μυαλό. Ήταν όσα είχε δει και αποκτήσει κατά τη διάρκεια πολυετούς εμπειρίας ζωής. Σε σύγκριση με όλους όσοι αναζητούν μόνο τις ευλογίες του Θεού και φοβούνται ότι ο Θεός θα πάρει από αυτούς, και το απεχθάνονται και παραπονούνται γι’ αυτό, δεν είναι πολύ πραγματική η υπακοή του Ιώβ; Σε σύγκριση με όλους όσοι πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός, αλλά οι οποίοι ποτέ δεν πίστευαν ότι ο Θεός κυβερνάει επί των πάντων, δεν διαθέτει ο Ιώβ μεγάλη ειλικρίνεια και ακεραιότητα;

Ο ορθολογισμός του Ιώβ

Οι πραγματικές εμπειρίες του Ιώβ και η ακέραια και ειλικρινής του ανθρώπινη φύση σήμαινε ότι έκανε την πιο ορθολογική κρίση και επιλογές όταν έχασε την περιουσία και τα παιδιά του. Τέτοιες ορθολογικές επιλογές ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με τις καθημερινές του επιδιώξεις και τα έργα του Θεού, τα οποία γνώρισε κατά την καθημερινότητά του. Η ειλικρίνεια του Ιώβ τον κατέστησε ικανό να πιστέψει ότι το χέρι του Ιεχωβά Θεού κυβερνά τα πάντα. Η πίστη του τού επέτρεψε να γνωρίζει το γεγονός της κυριαρχίας του Ιεχωβά Θεού επί των πάντων. Η γνώση του τον έκανε πρόθυμο και ικανό να υπακούει στην κυριαρχία και τις ρυθμίσεις του Ιεχωβά Θεού. Η υπακοή του τού επέτρεψε να είναι όλο και πιο αληθινός στον σεβασμό του για τον Ιεχωβά Θεό. Ο σεβασμός του τον έκανε όλο και πιο αληθινό στην αποφυγή του κακού. Τελικά, ο Ιώβ τελειώθηκε επειδή σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό. Και η τελείωσή του τον έκανε σοφό και του χάρισε τον μέγιστο ορθολογισμό.

Πώς θα πρέπει να κατανοήσουμε τη λέξη «ορθολογικός»; Μια κυριολεκτική ερμηνεία είναι ότι σημαίνει να είναι κανείς λογικός, να είναι συνετός και να διαθέτει λογική σκέψη, να διαθέτει ορθό λόγο, πράξεις και κρίση και να διαθέτει ορθούς και απλούς ηθικούς κανόνες. Ωστόσο, ο ορθολογισμός του Ιώβ δεν ερμηνεύεται τόσο εύκολα. Όταν λέγεται εδώ ότι ο Ιώβ κατείχε τον μέγιστο ορθολογισμό, είναι σε σχέση με την ανθρώπινη φύση και τη διαγωγή του ενώπιον του Θεού. Επειδή ο Ιώβ ήταν ειλικρινής, μπορούσε να πιστέψει και να υπακούσει στην κυριαρχία του Θεού, γεγονός που του έδωσε μια γνώση που δεν ήταν εφικτή από τους άλλους, και αυτή η γνώση τού επέτρεψε να διακρίνει, να κρίνει και να ορίζει καλύτερα τη συμφορά που τον έπληξε, του επέτρεψε να επιλέξει με μεγαλύτερη ακρίβεια και διορατικότητα τι έπρεπε να κάνει και πού έπρεπε να παραμείνει σταθερός. Τουτέστιν, τα λόγια, η συμπεριφορά, οι αρχές πίσω από τις πράξεις του και ο κώδικας με τον οποίο ενεργούσε ήταν απλά, σαφή και συγκεκριμένα και δεν ήταν τυφλά, παρορμητικά ή βασισμένα στο συναίσθημα. Ήξερε πώς να αντιμετωπίζει όποια συμφορά τον έπληττε, ήξερε πώς να εξισορροπεί και να χειρίζεται τις σχέσεις μεταξύ πολύπλοκων γεγονότων, ήξερε πώς να μένει σταθερός στην οδό που όφειλε να παραμείνει σταθερός και, επιπλέον, ήξερε πώς να αντιμετωπίζει το γεγονός ότι ο Ιεχωβά Θεός έδινε και αφαιρούσε. Αυτός ήταν ο ορθολογισμός του Ιώβ. Ακριβώς επειδή ο Ιώβ διέθετε αυτόν τον ορθολογισμό, είπε: «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον» όταν έχασε την περιουσία του και τους γιους και τις θυγατέρες του.

«Ο Λόγος», τόμ. 2: «Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό», Το έργο του Θεού, η διάθεση του Θεού και ο ίδιος ο Θεός Β΄

Αφήστε σχόλια