Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε καλύτερα αυτό που έχει και είναι ο Θεός, δεν μπορούμε να σταματήσουμε στην Παλαιά Διαθήκη ή στην Εποχή του Νόμου· αντιθέτως, πρέπει να προχωρήσουμε εμπρός με τα βήματα που έκανε ο Θεός στο έργο Του. Έτσι, όπως ο Θεός τελείωσε την Εποχή του Νόμου και ξεκίνησε την Εποχή της Χάριτος, τα δικά μας βήματα έχουν έλθει στην Εποχή της Χάριτος —μια εποχή γεμάτη χάρη και λύτρωση. Κατά την εποχή αυτή, ο Θεός έκανε και πάλι κάτι πολύ σημαντικό για πρώτη φορά. Το έργο κατά τη νέα αυτή εποχή αποτέλεσε μια νέα αφετηρία για τον Θεό και την ανθρωπότητα. Η νέα αυτή αφετηρία ήταν και πάλι νέο έργο που έκανε ο Θεός για πρώτη φορά. Το νέο αυτό έργο ήταν κάτι πρωτοφανές που εκτέλεσε ο Θεός και δεν μπορούσαν να το φανταστούν οι άνθρωποι και όλα τα πλάσματα. Είναι κάτι πλέον ευρέως γνωστό σε όλους τους ανθρώπους —αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Θεός έγινε ανθρώπινο ον, η πρώτη φορά που ξεκίνησε νέο έργο με τη μορφή ενός ανθρώπου, με την ταυτότητα ενός ανθρώπου. Το νέο αυτό έργο σήμαινε πως ο Θεός είχε ολοκληρώσει το έργο Του στην Εποχή του Νόμου και πως δε θα έκανε ή θα έλεγε πια τίποτε υπό τον νόμο. Επιπλέον, δε θα έλεγε ή θα έκανε οτιδήποτε με τη μορφή του νόμου ή σύμφωνα με τις αρχές ή τους κανόνες του νόμου. Με άλλα λόγια, το σύνολο του έργου Του που βασιζόταν στον νόμο ανακόπηκε δια παντός και δε θα συνεχιζόταν, επειδή ο Θεός ήθελε να ξεκινήσει νέο έργο και να κάνει νέα πράγματα, κι έτσι το σχέδιό Του είχε και πάλι μια νέα αφετηρία. Έτσι, ο Θεός έπρεπε να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην επόμενη εποχή.
Το εάν τα νέα αυτά ήταν χαρμόσυνα ή δυσοίωνα για τους ανθρώπους, εξαρτιόταν από την ουσία τους. Μπορεί να ειπωθεί πως τα νέα αυτά δεν ήταν χαρμόσυνα, αλλά δυσοίωνα για κάποιους ανθρώπους, γιατί, όταν ο Θεός ξεκίνησε το νέο Του έργο, οι άνθρωποι εκείνοι που απλώς τηρούσαν τους νόμους και τους κανόνες, που απλώς ακολουθούσαν τις διδαχές αλλά δε σέβονταν τον Θεό, έτειναν να χρησιμοποιούν το παλιό έργο του Θεού για να καταδικάσουν το νέο Του έργο. Για τους ανθρώπους αυτούς, τα νέα αυτά ήταν δυσοίωνα· ωστόσο, για κάθε άνθρωπο που ήταν αθώος και ανοιχτός, που ήταν ειλικρινής με τον Θεό και πρόθυμος να δεχτεί τη λύτρωσή Του, τα νέα της πρώτης ενσάρκωσης του Θεού ήταν ιδιαίτερα χαρμόσυνα. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι, από τότε που υπήρχαν άνθρωποι, αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Θεός είχε εμφανιστεί και είχε ζήσει ανάμεσα στην ανθρωπότητα σε μια μορφή που δεν ήταν το Πνεύμα· αντιθέτως, Αυτός γεννήθηκε από άνθρωπο, έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους ως ο Υιός του ανθρώπου και εργάστηκε ανάμεσά τους. Αυτή η «πρώτη φορά» γκρέμισε τις αντιλήψεις των ανθρώπων και ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Επιπλέον, όλοι οι ακόλουθοι του Θεού απέκτησαν ένα υλικό όφελος. Ο Θεός, όχι μόνο έβαλε τέλος στην παλαιά εποχή, αλλά, επιπλέον, έβαλε τέλος στις παλιές μεθόδους εργασίας Του και στον τρόπο εργασίας Του. Δεν επέτρεπε πια στους αγγέλους Του να μεταφέρουν το θέλημά Του, δε βρισκόταν πια κρυμμένος στα σύννεφα, και δεν εμφανιζόταν και δε μιλούσε πλέον προστακτικά στους ανθρώπους μέσω βροντής. Σε αντίθεση με οτιδήποτε στο παρελθόν, μέσω μιας μεθόδου που δεν μπορούσαν να φανταστούν οι άνθρωποι και που δυσκολεύονταν να κατανοήσουν ή να δεχτούν —της ενσάρκωσης— Αυτός έγινε ο Υιός του ανθρώπου για να αναπτύξει το έργο της εποχής εκείνης. Το βήμα αυτό αιφνιδίασε την ανθρωπότητα και ήταν εξαιρετικά άβολο για τους ανθρώπους, επειδή ο Θεός είχε ξεκινήσει και πάλι νέο έργο που δεν είχε κάνει ποτέ Του στο παρελθόν.
«Ο Λόγος», τόμ. 2: «Σχετικά με το να γνωρίζει κανείς τον Θεό», Το έργο του Θεού, η διάθεση του Θεού και ο ίδιος ο Θεός Γ΄