Read more!
Read more!

Δίωξη για λόγους πίστης: ο Θεός την καθοδήγησε για να τα βγάλει πέρα σε 6ήμερη ανάκριση και 23ήμερη κράτηση

Μια ξαφνική σύλληψη

Ήταν περασμένες 10 το πρωί στις 23 Ιουνίου 2013. Η Σι Γιανγκ ήταν σε συγκέντρωση με μερικούς αδελφούς και αδελφές στο σπίτι μιας οικογένειας υποδοχής, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα βροντερό χτύπημα στην πόρτα. Μέσα από το ματάκι, η ηλικιωμένη αδελφή του σπιτιού είδε έξω πολλούς αστυνομικούς και γι’ αυτό δεν τόλμησε να ανοίξει την πόρτα. Με άγχος, ψιθύρισε: «Σιωπή, αστυνομία». Ακούγοντάς το αυτό, η Σι Γιανγκ ένιωσε αμέσως νευρικότητα και έσπευσε να προσευχηθεί και να επικαλεστεί τον Θεό. Καθώς κανείς δεν απαντούσε στην πόρτα, οι αστυνομικοί εισέβαλαν ουρλιάζοντας: «Ακίνητοι!» Η Σι Γιανγκ αναγνώρισε αρκετούς από αυτούς γιατί κάποτε είχαν εμφανιστεί έξω από το σπίτι υποδοχής και συνειδητοποίησε ότι η αστυνομία παρακολουθούσε το σπίτι καιρό. Στη συνέχεια, μπήκαν πάνω από δέκα αστυνομικοί, ο ένας μετά τον άλλο. Μερικοί από αυτούς επιτηρούσαν τη Σι Γιανγκ και τους άλλους αδελφούς και αδελφές, ενώ ορισμένοι από αυτούς ζήτησαν από όλους τα προσωπικά τους στοιχεία, όπως όνομα και διεύθυνση κατοικίας. Οι υπόλοιποι, σαν ληστές, έκαναν τα πάντα άνω-κάτω στο σπίτι. Πήραν από τη Σι Γιανγκ ένα ρολόι αξίας 400 γιουάν, ένα δαχτυλίδι αξίας άνω των 9.000 γιουάν και 7.000 γιουάν σε μετρητά. Βρήκαν επίσης ένα βιβλιάριο τραπεζικών καταθέσεων που έδειχνε 130.000 γιουάν, τα οποία η Σι Γιανγκ κρατούσε για την εκκλησία και μερικά άλλα εκκλησιαστικά πράγματα, μεταξύ αυτών δύο μεγάλες τσάντες με συλλογές των λόγων του Θεού. Περίπου στη 1 το μεσημέρι, η Σι Γιανγκ και τέσσερις άλλοι αδελφοί και αδελφές μεταφέρθηκαν με χειροπέδες στο υπόγειο της τοπικής Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών, όπου κρατήθηκαν και ανακρίθηκαν ξεχωριστά.

Βασιζόμενη στον Θεό για να αντέξει έξι ημέρες ανακρίσεις

Πέντε αστυνομικοί πήραν τη Σι Γιανγκ σε μια αίθουσα ανακρίσεων και την έδεσαν με χειροπέδες σε μια σιδερένια καρέκλα. Στη συνέχεια, ένας κακός αστυνομικός ήλθε ξαφνικά μπροστά της και είπε: «Να ξέρεις, ειδικεύομαι στην ανάκριση διακινητών ναρκωτικών. Όλοι ομολογούν αφού ασχοληθώ μαζί τους. Καλύτερα να τα πεις όλα, αλλιώς θα υποστείς τις συνέπειες. Ο Σι Τζινπίνγκ έχει πλέον εισαγάγει νέο νόμο. Όλοι οι πιστοί του Παντοδύναμου Θεού, αφού συλληφθούν, θα καταδικαστούν σε τρία έως επτά έτη τουλάχιστον. Αν δεν ομολογήσεις, δεν θα υποφέρεις μόνο τώρα άσχημα, αλλά και θα μπεις στη φυλακή!» Ακούγοντάς το αυτό, η Σι Γιανγκ δείλιασε λίγο και φοβήθηκε ότι θα καταδικαστεί σε φυλάκιση. Επικαλείτο λοιπόν τον Θεό όλη την ώρα και Του ζητούσε να μην την αφήσει να γίνει Ιούδας και Τον προδώσει. Έπειτα σκέφτηκε τον λόγο του Θεού: «Ίσως όλοι σας θυμάστε αυτά τα λόγια: “Διότι η προσωρινή ελαφρά θλίψις ημών εργάζεται εις ημάς καθ’ υπερβολήν εις υπερβολήν αιώνιον βάρος δόξης”. Στο παρελθόν, όλοι σας είχατε ακούσει αυτό το ρητό, όμως κανείς δεν κατάλαβε το αληθινό νόημα των λέξεων. Σήμερα, γνωρίζετε καλά την αληθινή τους σημασία. Αυτά τα λόγια είναι αυτό που θα επιτύχει ο Θεός τις έσχατες ημέρες. Και θα επιτελεστούν πάνω σε αυτούς που πλήττονται σκληρά από τον μεγάλο κόκκινο δράκοντα στη γη που βρίσκεται. Ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας διώκει τον Θεό και είναι εχθρός Του, έτσι, σε αυτήν τη γη, εκείνοι που πιστεύουν στον Θεό ταπεινώνονται και διώκονται. Αυτός είναι ο λόγος που αυτά τα λόγια θα γίνουν πραγματικότητα στη δική σας ομάδα ανθρώπων». Η καθοδήγηση του λόγου του Θεού έκανε τη Σι Γιανγκ να καταλάβει ότι συνελήφθη και φυλακίστηκε λόγω της πίστης της στον Θεό. Διώκετο για τη δικαιοσύνη της, οπότε η ταλαιπωρία ήταν πολύτιμη και είχε νόημα! Έτσι, η Σι Γιανγκ αποφάσισε μέσα της: ανεξάρτητα από το πόσα χρόνια θα καταδικαζόταν, προτιμούσε να πεθάνει παρά να προδώσει τον Θεό σαν τον Ιούδα! Έπειτα η Σι Γιανγκ είπε: «Εμείς οι πιστοί του Θεού δεν κάνουμε ποτέ κάτι παράνομο. Απλώς επιδιώκουμε την αλήθεια και βαδίζουμε στον σωστό δρόμο της ζωής. Δεν έχω τίποτα να πω». Ακούγοντάς το αυτό, ο κακός αστυνομικός εξοργίστηκε τόσο ώστε άρχισε να τη χτυπάει δυνατά με γροθιές στο κεφάλι. Στο μέτωπό της σχηματίστηκαν αμέσως δυο-τρία μεγάλα καρούμπαλα. Εκείνο το βράδυ, ανέκριναν τη Σι Γιανγκ μέχρι μετά τις 10 η ώρα, χωρίς όμως να μάθουν τίποτα απ’ όσα ήθελαν.

Την επόμενη μέρα, όταν ανέκριναν τη Σι Γιανγκ, και πάλι δεν είπε τίποτα. Στη συνέχεια, ο κακός αστυνομικός είπε έντονα: «Να σου πω την αλήθεια, αυτή η επιχείρηση “Κεραυνός της άνοιξης” δρομολογήθηκε ειδικά για να συλλάβει εσάς τους πιστούς του Παντοδύναμου Θεού. Δεν πιάσαμε μόνο την ομάδα σας τις τελευταίες μέρες. Σε αυτήν την επιχείρηση-σκούπα, συλλάβαμε πάνω από εκατό πιστούς, και όλοι τους σχεδόν είναι σημαντικοί ηγέτες και ευαγγελιστές. Ξέρω ότι κι εσύ είσαι βασικό στοιχείο στην εκκλησία. Ξέρουμε τα πάντα για σένα. Καλύτερα να ομολογήσεις το συντομότερο δυνατό!» Ακούγοντάς τα όλα αυτά, η Σι Γιανγκ όχι μόνο δεν αισθάνθηκε αδύναμη, αλλά είδε ακόμη περισσότερο σε βάθος την κακή φύση του ΚΚΚ που αντιτίθετο στις ορθές αρχές και αντιτασσόταν στον Θεό. Εκείνη τη στιγμή, προσευχόταν συνεχώς μέσα από την καρδιά της για τους άλλους αδελφούς και αδελφές που είχαν συλληφθεί, ικετεύοντας τον Θεό να τους προστατεύσει ώστε να μην πέσουν στην παγίδα του Σατανά και γίνουν όπως ο Ιούδας. Η ανάκριση εκείνη την ημέρα και πάλι δεν είχε κανένα αποτέλεσμα για την αστυνομία.

Την τρίτη ημέρα, στις 2 το μεσημέρι, η αστυνομία πήρε τη Σι Γιανγκ σε ένα ξενοδοχείο σε κάποια πόλη. Δεκάδες ένοπλοι αστυνομικοί με πυροβόλα όπλα φύλασσαν το ξενοδοχείο, καθώς παρίσταντο επίσης ηγέτες από τις δημοτικές αρχές και τις νομικές επιτροπές. Η αστυνομία έδεσε τη Σι Γιανγκ σε έναν σωλήνα για τη θέρμανση, αναγκάζοντάς την να καθίσει στο έδαφος με τα χέρια της πάνω στον σωλήνα. Η πολύωρη καθιστή στάση έκανε τη μέση της να πονάει πολύ και ήταν κουρασμένη, αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Η Σι Γιανγκ αναγκαστικά ένιωσε κάπως αδύναμη. Έτσι, προσευχήθηκε στον Θεό μέσα από την καρδιά της: «Θεέ μου, δεν ξέρω γιατί αυτή η κακή αστυνομία με έφερε εδώ. Επίσης, δεν ξέρω πώς θα με βασανίσουν. Η ψυχική αγωνία και ο πόνος στο σώμα μου δεν υποφέρονται εύκολα. Θεέ μου, είθε να με καθοδηγήσεις να ξεπεράσω αυτήν την κατάσταση». Μετά την προσευχή, η Σι Γιανγκ σκέφτηκε τον λόγο του Θεού: «Όταν οι άνθρωποι υποβάλλονται σε δοκιμασίες, είναι φυσιολογικό να είναι αδύναμοι, ή να έχουν αρνητικότητα μέσα τους, ή να στερούνται διαύγειας όσον αφορά το θέλημα του Θεού ή το μονοπάτι άσκησής τους. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, πρέπει να έχεις πίστη στο έργο του Θεού και να μην Τον αρνείσαι, όπως ακριβώς έκανε κι ο Ιώβ». Η καθοδήγηση του λόγου του Θεού έκανε τη Σι Γιανγκ να καταλάβει ότι η δύσκολη θέση της ήταν και δοκιμασία και έλεγχος για εκείνη. Η κυβέρνηση του ΚΚΚ ήθελε να χρησιμοποιήσει τέτοια μέσα για να την κάνει αρνητική και αδύναμη και να προδώσει τον Θεό, ενώ ο Θεός χρησιμοποιούσε τη σύλληψή της για να οδηγήσει στην τελείωση την αληθινή της πίστη στον Θεό και να την κάνει να δει ότι είναι σοφός και παντοδύναμος. Αν και δεν ήξερε πώς θα την βασανίσει η κακή αστυνομία του ΚΚΚ, πίστευε ότι και η κακή αστυνομία ελέγχονταν από τα χέρια του Θεού. Χωρίς την άδεια του Θεού, δεν μπορούσαν να τη βλάψουν. Θα έπρεπε να έχει πίστη στην παντοδυναμία και την κυριαρχία του Θεού. Με αυτήν τη σκέψη, η Σι Γιανγκ παρατήρησε ότι ο πόνος της μειώθηκε σημαντικά. Ξημέρωσε πριν καλά-καλά το καταλάβει.

Την τέταρτη ημέρα, η κακή αστυνομία συνέχισε να την ανακρίνει, εκείνη όμως και πάλι αρνήθηκε να απαντήσει. Μην έχοντας κανένα αποτέλεσμα, ένας κακός αστυνομικός τη χτύπησε ξανά. Τη χαστούκισε στο πρόσωπο με τέτοια δύναμη που είδε αστράκια και το πρόσωπό της πόνεσε πολύ. Στη συνέχεια, ο κακός αστυνομικός τη χτύπησε δυνατά στο κεφάλι με τις γροθιές του τρεις ή τέσσερις φορές και της είπε να μιλήσει. Βλέποντας ότι αρνείται, τη χτύπησε για άλλη μια φορά στο κεφάλι τρεις ή τέσσερις φορές και την ανέκρινε. Αυτό κράτησε περίπου μία ώρα, όμως η Σι Γιανγκ και πάλι δεν είπε τίποτα. Το κεφάλι της πονούσε δυνατά, το πρόσωπό της πρήστηκε και αρκετά μεγάλα καρούμπαλα έκαναν την εμφάνισή τους στο κεφάλι της. Πολεμώντας τον πόνο, είπε μέσα της ότι πρέπει να είναι δυνατή. Προσευχόταν επίσης διαρκώς στον Θεό να της δώσει τη θέληση να υποφέρει. Τότε, η κακή αστυνομία έδειξε στη Σι Γιανγκ ένα μεγάλο φύλλο χαρτί με τις φωτογραφίες σαράντα ή πενήντα αδελφών και της είπε να αναγνωρίσει εάν ήταν πιστοί του Θεού και τι θέσεις κατείχαν στην εκκλησία. Η Σι Γιανγκ είπε σθεναρά: «Δεν τους ξέρω». Όταν οι κακοί αστυνομικοί στην αίθουσα είδαν ότι εξακολουθεί να αρνείται να ομολογήσει, εξοργίστηκαν ακόμη περισσότερο. Ένας από αυτούς βρυχήθηκε οργισμένα στη Σι Γιανγκ: «Νομίζεις ότι δεν είμαι τίποτα; Απλά κάνω τον καλό αυτήν τη στιγμή. Μην παίζεις με την καλοσύνη μου, βρωμογύναικο! Με έκανες ρεζίλι μπροστά στον προϊστάμενό μου. Αν και πάλι δεν πεις τίποτα, μην με κατηγορήσεις που θα σου φερθώ σκληρά!» Με αυτά τα λόγια, χαστούκισε τη Σι Γιανγκ δυνατά στο πρησμένο της πρόσωπο και μετά τη χτύπησε με δύναμη με τις γροθιές του στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Αν και η Σι Γιανγκ πονούσε πολύ, υπό την προστασία του Θεού δεν είπε τίποτα.

Αργότερα, ο επικεφαλής της ομάδας ανάκρισης ήρθε μ’ ένα σωρό ανακριτικά αρχεία στα χέρια και είπε: «Αν κι εσύ δεν είπες τίποτα αυτές τις μέρες, οι άλλοι ομολόγησαν όλοι. Γνωρίζουμε πλέον τα πάντα για σας. Ακόμη κι αν δεν πεις τίποτα, μπορούμε και πάλι να σου ασκήσουμε δίωξη. Εάν όμως συνεργαστείς μαζί μας και ομολογήσεις, μπορούμε να ολοκληρώσουμε το έργο μας και να σου υποσχεθώ επίσης ότι δεν θα σε χτυπήσουν άλλο. Τι λες;» Ακούγοντάς το αυτό, η Σι Γιανγκ ξαφνιάστηκε για μια στιγμή, όμως αμέσως συνειδητοποίησε ότι η αστυνομία προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει αυτό το τέχνασμα για να σπείρει διχόνοια μεταξύ αυτής και των άλλων αδελφών και ότι ήθελε να τους πουλήσει. Έσπευσε τότε να προσευχηθεί στον Θεό μέσα από την καρδιά της: «Θεέ μου! Ξέρω ότι η αστυνομία χρησιμοποιεί αυτό το τέχνασμα για να με κάνει να πουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές. Είθε να με προστατεύσεις και να με κάνεις να διακρίνω το σχέδιο του Σατανά ώστε να μην πέσω στην παγίδα του και να μην ξεπουλήσω τους αδελφούς και τις αδελφές ή τα συμφέροντα της εκκλησίας». Στη συνέχεια, αγνόησε τον επικεφαλής. Εκείνη τη στιγμή μπήκε και ο επικεφαλής της Μονάδας Εγκληματολογικών Ερευνών κι αμέσως έδωσε στη Σι Γιανγκ ένα άγριο χαστούκι και είπε: «Εσείς οι πιστοί του Θεού δεν είστε παρά μια συμμορία ανόητων. Υπάρχει Θεός; Πού; Στον ουρανό; Μπορείτε να πάτε στον ουρανό; Σταματήστε να πιστεύετε στον Θεό. Πιστέψτε στο ΚΚΚ!» Αυτή η ανοησία έκανε τη Σι Γιανγκ να αηδιάσει. Είπε λοιπόν με αγανάκτηση: «Ο Θεός είναι ο Δημιουργός. Πρέπει να πιστεύουμε σε Αυτόν και να Τον λατρεύουμε. Η κυβέρνηση του ΚΚΚ μάς εμποδίζει να πιστεύουμε στον Θεό, αλλά και μας διώκει. Γίνεται έτσι εχθρός του Θεού». Ακούγοντάς τα αυτά, γέλασε απαίσια και είπε: «Δεν σας αφήνουμε να πιστεύετεˑ και λοιπόν; Σας καταπιέζουμεˑ και λοιπόν;» Αργότερα, η Σι Γιανγκ αποφάσισε να μην μιλήσει καθόλου μαζί τους και αρνήθηκε να τους πει ο, τιδήποτε.

Την πέμπτη μέρα, η κακή αστυνομία συνέχισε να χτυπά τη Σι Γιανγκ. Όταν πονούσε, προσευχόταν συνεχώς και βασιζόταν στον Θεό, οπότε δεν είπε τίποτα. Την έκτη μέρα, μετά τη 1 το μεσημέρι, η κακή αστυνομία την οδήγησε στα γραφεία της Υπηρεσίας Εγκληματολογικών Ερευνών. Ένας κακός αστυνομικός την κοίταξε στραβά και είπε: «Δεν υπάρχει κανείς που να μην έχει ομολογήσει εδώ. Δεν πιστεύω ότι και πάλι δεν θα ομολογήσεις απόψε το βράδυ!» Ακούγοντάς το αυτό, η Σι Γιανγκ ανησύχησε και αγχώθηκε, γι’ αυτό και προσευχήθηκε σιωπηλά: «Θεέ μου. Φαίνεται ότι θα με βασανίσουν απάνθρωπα. Δεν ξέρω αν θα επιζήσω από τα απάνθρωπα βασανιστήρια ή όχι. Μόνο επάνω Σου μπορώ να βασίζομαι. Είθε να μην αφήσεις την καρδιά μου να Σε εγκαταλείψει». Προτού σκοτεινιάσει, κάλυψαν τα παράθυρα με μαύρα πανιά, αφήνοντας μόνο τη Σι Γιανγκ και δύο κακούς αστυνομικούς στην αίθουσα. Βλέποντάς το αυτό, η Σι Γιανγκ αναπόφευκτα φοβήθηκε, αφού δεν ήξερε τι θα της έκαναν. Στη συνέχεια, διέταξαν τη Σι Γιανγκ να καθίσει στην καρέκλα των βασανιστηρίων και της έδεσαν τα χέρια στο πίσω μέρος της. Ένας κακός αστυνομικός, με τσιγάρο στο στόμα, πήρε ένα γκλομπ με ηλεκτρισμό και της πίεζε τα χέρια και το κεφάλι. Η Σι Γιανγκ δεν μπορούσε να κρατήσει τις κραυγές από τον πόνο. Όμως, όσο περισσότερο φώναζε η Σι Γιανγκ, τόσο περισσότερο την τρύπαγε στο κεφάλι και τα χέρια. Την περιγελούσε μάλιστα και έλεγε: «Εσάς τους πιστούς του Θεού, μπορούμε ακόμη και να σας δείρουμε μέχρι θανάτου. Η κυβέρνηση μάς έδωσε την εξουσία». Εκείνη τη στιγμή, το στόμα της Σι Γιανγκ είχε ξεραθεί και με δυσκολία μπορούσε να αναπνεύσει, αισθανόταν δε σαν να ήταν έτοιμη να πεθάνει. Δεν ήξερε πόσο θα αντέξει, το μόνο που μπορούσε ήταν να προσευχηθεί στον Θεό μέσα από την καρδιά της: «Θεέ μου! Είμαι πάρα πολύ αδύναμη και νιώθω πως πεθαίνω. Είθε να με προστατεύσεις και να με σώσεις». Μετά την προσευχή, στο μυαλό της εμφανίστηκε ο λόγος του Θεού: «Αν σου έχει μείνει μονάχα μια ανάσα, ο Θεός δεν θα σε αφήσει να πεθάνεις». Ο λόγος του Θεού έδωσε πίστη στη Σι Γιανγκ. Σκέφτηκε: «Ναι, η ζωή κι ο θάνατός μου βρίσκονται στα χέρια του Θεού. Αν ο Θεός δεν μου επιτρέψει να πεθάνω, δεν θα πεθάνω ακόμη κι αν μου μένει μία μόνο αναπνοή». Η Σι Γιανγκ βασίστηκε ακράδαντα στον Θεό και Τον επικαλείτο συνεχώς στην καρδιά της, θεωρούσε δε ότι ο Θεός ήταν ανά πάσα στιγμή στο πλάι της. Το σώμα της πονούσε, αλλά με τον Θεό ως βράχο της, δεν ανησυχούσε πια. Κατά τρόπο εκπληκτικό, η Σι Γιανγκ άκουγε το τσιτσίρισμα από τον ηλεκτρισμό του γκλομπ στο κεφάλι και στα χέρια της, αλλά δεν αισθανόταν πόνο. Βλέποντας τη μεγάλη δύναμη του Θεού, πλημμύρισε ευγνωμοσύνη απέναντί Του. Ήξερε ότι ο Θεός είχε εισακούσει τις προσευχές της, ότι ο Θεός τη φρόντιζε και τη φύλαγε συνεχώς κι ότι συνέπασχε με την αδυναμία της και την οδηγούσε ώστε να ξεπεράσει το απάνθρωπο βασανιστήριο από τον Σατανά. Εκείνη τη νύχτα, η κακή αστυνομία συνέχισε να την ανακρίνει από τις 7 το βράδυ έως μετά τη 1 το επόμενο πρωί. Το πίσω μέρος των χεριών και των καρπών της Σι Γιανγκ μαύρισε και μελάνιασε, είχε πονοκέφαλο, ένιωθε ζάλη και το κεφάλι της ήταν μουδιασμένο. Αργότερα, καθώς η Σι Γιανγκ και πάλι δεν έλεγε τίποτα και είχε κουραστεί κι η κακή αστυνομία, σταμάτησαν να τη βασανίζουν. Επειδή οι ανακρίσεις τους δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, αποφάσισαν να τη στείλουν στο κέντρο κράτησης.

Την έβδομη μέρα, έστειλαν τη Σι Γιανγκ στο κέντρο κράτησης. Όταν έφτασαν εκεί, η Σι Γιανγκ αναγκάστηκε να περιμένει έξω ενώ επεξεργάζονταν τα στοιχεία της. Ο επικεφαλής της ομάδας είπε σε έναν αστυνομικό που εργαζόταν στο κέντρο: «Σας στέλνουμε μια κρατούμενη. Είναι πιστή του Παντοδύναμου Θεού. Την ανακρίναμε έξι μέρες, αλλά δεν είπε τίποτα». Ο αστυνομικός κοίταξε τη Σι Γιανγκ και είπε: «Αν συνεργαστείς μαζί μας τώρα, δεν θα χρειαστεί να περάσεις αυτήν την πόρτα, ούτε θα υποφέρεις άλλο. Θα μπορούσες να πας σπίτι σου αμέσως». Η Σι Γιανγκ είδε ξεκάθαρα ότι επρόκειτο για τέχνασμα που χρησιμοποιούσε ο κακός αστυνομικός για να τη κάνει να πουλήσει την εκκλησία και να προδώσει τον Θεό. Τον κοίταξε αλλά δεν είπε τίποτα, και στη συνέχεια μπήκε κατευθείαν στο κέντρο κράτησης.

Απελευθέρωση μετά από είκοσι τρεις ημέρες και στη συνέχεια έκφραση των συναισθημάτων της όσον αφορά την εμπειρία

Αφού η Σι Γιανγκ πέρασε είκοσι τρεις σκληρές μέρες στο κέντρο κράτησης, η οικογένειά της πλήρωσε πάνω από εκατό χιλιάδες γιουάν για να τη βγάλει με εγγύηση. Όμως η αστυνομία του ΚΚΚ εξακολούθησε να την παρακολουθεί κι όταν ήταν έξω με εγγύηση. Της απαγόρευσαν να απομακρύνεται από το σπίτι και της τηλεφωνούσαν τακτικά για να δουν αν εξακολουθούσε να πιστεύει στον Θεό. Από όλα όσα κατασχέθηκαν όταν συνελήφθη η Σι Γιανγκ, αργότερα της επιστράφηκε μόνο το βιβλιάριο καταθέσεων για 130.000 γιουάν (δεν μπορούσαν να σηκώσουν τα μετρητά). Τα άλλα πράγματα δεν επιστράφηκαν ποτέ.

Η Σι Γιανγκ είδε αυτά τα λόγια του Θεού: «Επί χιλιάδες έτη, αυτή η χώρα είναι η γη του αίσχους. Είναι αφόρητα βρομερή, η μιζέρια βρίθει παντού, φαντάσματα τρέχουν παντού ανεξέλεγκτα, ξεγελούν και εξαπατούν, εγείρουν ανυπόστατες κατηγορίες[1], αδίστακτα και μοχθηρά ποδοπατούν αυτόν τον στοιχειωμένο τόπο και τον αφήνουν γεμάτο πτώματα. Η δυσωδία από την αποσύνθεση καλύπτει τη γη και διαποτίζει τον αέρα, και φρουρείται αυστηρά[2]. Ποιος μπορεί να δει τον κόσμο πέρα από τους ουρανούς; […] Αυτοί οι λακέδες! Ανταποδίδουν την καλοσύνη με μίσος, εδώ και καιρό έχουν απαξιώσει τον Θεό, Τον κακομεταχειρίζονται, είναι σε ακραίο βαθμό βάναυσοι, δεν έχουν την παραμικρή εκτίμηση για τον Θεό, λεηλατούν και πλιατσικολογούν, έχουν χάσει κάθε ευσυνειδησία και δρουν αντίθετα με τη συνείδηση, ενώ παρασύρουν τους αθώους στην ανοησία. Προπάτορες των αρχαίων; Πολυαγαπημένοι ηγέτες; Όλοι τους αντιτίθενται στον Θεό! Η ανάμειξή τους έχει αφήσει τα πάντα κάτω από τους ουρανούς σε μια κατάσταση σκότους και χάους! Θρησκευτική ελευθερία; Τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των πολιτών; Όλα είναι κόλπα συγκάλυψης της αμαρτίας!» Από αυτά τα λόγια, η Σι Γιανγκ γνώρισε πραγματικά καλύτερα την ουσία του ΚΚΚ. Για να διατηρήσει τη δικτατορία της και να καταστήσει την Κίνα έναν αθεϊστικό τόπο, η κυβέρνηση του ΚΚΚ καταπιέζει άγρια και αιματηρά τους ανυπεράσπιστους Χριστιανούς. Καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να μεταδίδει φήμες για την Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού και καταδικάζει το έργο του Θεού και, επιπλέον, εξαπατά και παρακινεί τους απλούς πολίτες να αναφέρουν τις κινήσεις των Χριστιανών που γνωρίζουν, προσπαθώντας με κάθε δυνατό τρόπο να παρακολουθεί και να συλλαμβάνει τους Χριστιανούς. Οι αξιωματούχοι του ΚΚΚ είναι κακοί και ανελέητοι, αντιμετωπίζουν την ανθρώπινη ζωή σαν να είναι σκόνη και έχουν χάσει εντελώς την ανθρωπιά και τη λογική τους. Είναι οι διάβολοι που αντιτίθενται στον Θεό, οι εχθροί Του. Δεν λατρεύουν τον Θεό, ούτε αφήνουν άλλους να Τον λατρεύουν. Αν η Σι Γιανγκ δεν το είχε δει προσωπικά ή δεν το είχε βιώσει αυτό, θα εξακολουθούσε να μην πιστεύει ότι η αστυνομία μπορούσε να μεταχειρίζεται τους πιστούς του Θεού έτσι, και πολύ λιγότερο δεν θα μπορούσε να τους μισεί όπως τώρα. Τώρα, μετά από μια τέτοια αξέχαστη εμπειρία, η Σι Γιανγκ έβλεπε στην εντέλεια την κακή ουσία του ΚΚΚ να αντιτίθεται στον Θεό και να βρίσκεται σε εχθρότητα μαζί Του. Ταυτόχρονα, είδε και την αγάπη του Θεού γι’ αυτή: όταν ήταν δυστυχισμένη και αδύναμη, πάντα την οδηγούσε ο λόγος του Θεούˑ όταν της έκαναν ηλεκτροσόκ και πονούσε πολύ, ο Θεός τη βοήθησε να μην αισθάνεται τον πόνο. Μέχρι τότε, είχε βιώσει πραγματικά ότι ο Θεός ήταν δίπλα της ανά πάσα στιγμή, ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος και πανταχού παρών, ότι είναι πάνσοφος. Έγινε ακόμη πιο αποφασισμένη να ακολουθήσει τον Θεό μέχρι το τέλος.

Υποσημειώσεις:
1. Η φράση «εγείρουν ανυπόστατες κατηγορίες» αναφέρεται στις μεθόδους με τις οποίες ο διάβολος βλάπτει τους ανθρώπους.
2. «Φρουρείται αυστηρά» σημαίνει ότι οι μέθοδοι με τις οποίες ο διάβολος πλήττει τους ανθρώπους είναι εξαιρετικά υποχθόνιες και ελέγχουν τους ανθρώπους σε τέτοιον βαθμό που δεν έχουν χώρο να κινηθούν.

Από τη Σι Γιανγκ

Εκτεταμένη ανάγνωση:
Να φυλάγεστε από το προζύμι των Φαρισαίων στο μονοπάτι για την επουράνια βασιλεία
Δίωξη των Χριστιανών: ποιος την έκανε να μην μπορεί να δει τον πατέρα της για τελευταία φορά
Share