Έχοντας μάθει πώς ο Ιώβ πέρασε τις δοκιμασίες, οι περισσότεροι από εσάς πιθανότατα θα ήθελαν να μάθουν περισσότερες λεπτομέρειες για τον ίδιο τον Ιώβ, ιδιαίτερα όσον αφορά το μυστικό με το οποίο κέρδισε τον έπαινο του Θεού. Οπότε σήμερα, ας μιλήσουμε για τον Ιώβ!
Στην καθημερινή ζωή του Ιώβ βλέπουμε την τελειότητα, την ακεραιότητα, τον σεβασμό για τον Θεό και την αποφυγή του κακού
Αν θέλουμε να συζητήσουμε για τον Ιώβ, τότε πρέπει να ξεκινήσουμε με την εκτίμηση του όπως την εξέφρασε το στόμα του Θεού: «Δεν υπάρχει όμοιος αυτού εν τη γη, άνθρωπος άμεμπτος και ευθύς, φοβούμενος τον Θεόν και απεχόμενος από κακού».
Ας μάθουμε πρώτα για την τελειότητα και την ακεραιότητα του Ιώβ.
Πώς αντιλαμβάνεστε τις λέξεις «άμεμπτος» και «ευθύς»; Πιστεύετε ότι ο Ιώβ ήταν άψογος και έντιμος; Αυτό, βέβαια, θα συνιστούσε κυριολεκτική ερμηνεία και κατανόηση του «άμεμπτου» και «ευθύ». Καίριας σημασίας για να κατανοήσει όντως κανείς τον Ιώβ είναι η πραγματική ζωή — τα λόγια, τα βιβλία και η θεωρία από μόνα τους δεν μπορούν να δώσουν απαντήσεις. Θα ξεκινήσουμε εξετάζοντας την οικογενειακή ζωή του Ιώβ, ποια ήταν η κανονική του διαγωγή κατά τη διάρκεια της ζωής του. Έτσι, θα διακρίνουμε τις αρχές και τους στόχους του στη ζωή, καθώς και την προσωπικότητα και τις επιδιώξεις του. Τώρα, ας διαβάσουμε τα τελευταία λόγια στο Ιώβ 1:3: «και ήτο ο άνθρωπος εκείνος ο μεγαλύτερος πάντων των κατοίκων της Ανατολής». Αυτά τα λόγια λένε ότι το κύρος και η θέση του Ιώβ ήταν πολύ υψηλά, και παρόλο που δεν μας λένε αν ήταν ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους της Ανατολής λόγω της μεγάλης περιουσίας του ή επειδή ήταν άμεμπτος και ευθύς και σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό, γενικά, γνωρίζουμε ότι το κύρος και η θέση του Ιώβ έχαιραν μεγάλης εκτίμησης. Όπως καταγράφηκε στη Βίβλο, οι πρώτες εντυπώσεις των ανθρώπων από τον Ιώβ ήταν ότι ο Ιώβ ήταν άμεμπτος, ότι σεβόταν τον Θεό και απέφευγε το κακό και ότι διέθετε μεγάλο πλούτο και σεβασμό. Για ένα φυσιολογικό άτομο που ζει σε ένα τέτοιο περιβάλλον και κάτω από τέτοιες συνθήκες, η διατροφή του Ιώβ, η ποιότητα ζωής και οι διάφορες πτυχές της προσωπικής του ζωής θα ήταν το επίκεντρο της προσοχής των περισσότερων ανθρώπων. Συνεπώς, πρέπει να συνεχίσουμε να διαβάζουμε τις Γραφές: «Και υπήγαινον οι υιοί αυτού και έκαμνον συμπόσια εν ταις οικίαις αυτών, έκαστος κατά την ημέραν αυτού, και έστελλον και προσεκάλουν τας τρεις αδελφάς αυτών διά να τρώγωσι και να πίνωσι μετ’ αυτών. Και ότε ετελείονον αι ημέραι του συμποσίου, έστελλεν ο Ιώβ και ηγίαζεν αυτούς, και εξεγειρόμενος πρωΐ προσέφερεν ολοκαυτώματα κατά τον αριθμόν πάντων αυτών· διότι έλεγεν ο Ιώβ, Μήπως οι υιοί μου ημάρτησαν και εβλασφήμησαν τον Θεόν εν τη καρδία αυτών. Ούτως έκαμνεν ο Ιώβ, πάντοτε» (Ιώβ 1:4-5).Αυτό το εδάφιο μάς λέει δύο πράγματα: το πρώτο είναι ότι οι γιοι και οι θυγατέρες του Ιώβ έκαναν συχνά γλέντια, έτρωγαν και έπιναν. Το δεύτερο είναι ότι ο Ιώβ συχνά πρόσφερε ολοκαυτώματα επειδή συχνά ανησυχούσε γι’ αυτούς, φοβούμενος ότι είχαν αμαρτήσει, ότι στην καρδιά τους είχαν βλασφημήσει τον Θεό. Εδώ περιγράφονται οι ζωές δύο διαφορετικών τύπων ανθρώπων. Ο πρώτος, οι γιοι και οι θυγατέρες του Ιώβ, έκαναν συχνά γλέντια λόγω του πλούτου τους, ζούσαν εξωφρενικά, έτρωγαν και έπιναν μέχρι να ευχαριστηθεί η καρδιά τους, απολαμβάνοντας την υψηλή ποιότητα ζωής που φέρει ο υλικός πλούτος. Ζώντας μια τέτοια ζωή, ήταν αναπόφευκτο ότι συχνά θα έπεφταν στην αμαρτία και θα ύβριζαν τον Θεό — όμως δεν αγιάζονταν οι ίδιοι ούτε προσέφεραν ολοκαυτώματα. Βλέπετε, λοιπόν, ότι ο Θεός δεν είχε θέση στην καρδιά τους, ότι δεν σκέφτονταν τις χάρες του Θεού, ούτε φοβούνταν μήπως υβρίσουν τον Θεό, πολύ λιγότερο δε, φοβόντουσαν μήπως απαρνηθούν τον Θεό στην καρδιά τους. Φυσικά, δεν επικεντρωνόμαστε στα παιδιά του Ιώβ, αλλά στο τι έκανε ο Ιώβ όταν αντιμετώπιζε αυτά τα πράγματα. Αυτό είναι το άλλο θέμα που περιγράφεται στο εδάφιο και το οποίο αφορά την καθημερινή ζωή του Ιώβ και το περιεχόμενο της ανθρώπινης φύσης του. Όταν η Βίβλος περιγράφει τα γλέντια των γιων και των θυγατέρων του Ιώβ, δεν υπάρχει καμία αναφορά στον Ιώβ. Αναφέρεται μόνο ότι οι γιοι και οι θυγατέρες του συχνά έτρωγαν και έπιναν μαζί. Με άλλα λόγια, ο ίδιος δεν έκανε γλέντια, ούτε συμμετείχε στα εξωφρενικά φαγοπότια των γιων και των θυγατέρων του. Παρόλο που ήταν πλούσιος, και είχε πολλά περιουσιακά στοιχεία και υπηρέτες, η ζωή του Ιώβ δεν χαρακτηριζόταν από πολυτέλεια. Δεν παρασυρόταν από το εξαιρετικό περιβάλλον διαβίωσης του, και δεν έπεφτε με τα μούτρα στις απολαύσεις της σάρκας ούτε ξεχνούσε να προσφέρει ολοκαυτώματα λόγω του πλούτου του, πολύ λιγότερο δε, ο πλούτος του τον έκανε να αποφεύγει σταδιακά τον Θεό στην καρδιά του. Προφανώς, λοιπόν, ο Ιώβ ήταν πειθαρχημένος στον τρόπο ζωής του και δεν ήταν άπληστος ή φιλήδονος, ούτε είχε εμμονή με την ποιότητα ζωής, ως αποτέλεσμα των ευλογιών του Θεού προς αυτόν. Αντιθέτως, ήταν ταπεινός και μετριόφρων, και μετρημένος και προσεκτικός ενώπιον του Θεού, σκεφτόταν συχνά τις χάρες και τις ευλογίες του Θεού και σεβόταν πάντοτε τον Θεό. Στην καθημερινότητά του, ο Ιώβ συχνά ξυπνούσε νωρίς για να προσφέρει ολοκαυτώματα για τους γιους και τις θυγατέρες του. Με άλλα λόγια, ο Ιώβ όχι μόνο σεβόταν τον Θεό ο ίδιος, αλλά ήλπιζε ότι και τα παιδιά του θα σέβονταν τον Θεό παρομοίως και δεν θα διέπρατταν αμαρτίες κατά του Θεού. Ο υλικός πλούτος του Ιώβ δεν είχε θέση μέσα στην καρδιά του, ούτε υποκαθιστούσε τη θέση που είχε ο Θεός. Είτε για χάρη του ίδιου είτε των παιδιών του, όλες οι καθημερινές πράξεις του Ιώβ συνδέονταν με τον σεβασμό για τον Θεό και την αποφυγή του κακού. Ο σεβασμός του για τον Ιεχωβά Θεό δεν σταματούσε στο στόμα του, αλλά γινόταν πράξη, και αντικατοπτριζόταν σε κάθε πτυχή της καθημερινής του ζωής. Αυτή η πραγματική διαγωγή του Ιώβ μάς δείχνει ότι ήταν ειλικρινής και ότι διέθετε μια υπόσταση που αγαπούσε τη δικαιοσύνη και τα θετικά πράγματα. Το γεγονός ότι ο Ιώβ συχνά έστελνε και αγίαζε τους γιους και τις θυγατέρες του σημαίνει ότι δεν ενέκρινε ούτε επικροτούσε τη συμπεριφορά των παιδιών του. Αντιθέτως, στην καρδιά του είχε βαρεθεί τη συμπεριφορά τους, και τους καταδίκαζε. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά των γιων και των θυγατέρων του δεν ευχαριστούσε τον Ιεχωβά Θεό, οπότε τους καλούσε συχνά να παρουσιαστούν ενώπιον του Ιεχωβά Θεού και να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους. Οι πράξεις του Ιώβ μάς δείχνουν μια άλλη πλευρά της ανθρώπινης φύσης του: αυτή στην οποία δεν πορεύτηκε ποτέ με όσους συχνά διέπρατταν αμαρτίες και ύβριζαν τον Θεό, αλλά, αντιθέτως, τους απέφευγε και παρέμενε μακριά τους. Παρόλο που αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι γιοι και οι θυγατέρες του, δεν απαρνήθηκε τις δικές του αρχές επειδή επρόκειτο για τους ίδιους τους συγγενείς του, ούτε επέτρεπε τις αμαρτίες τους εξαιτίας των συναισθημάτων του. Αντιθέτως, τους παρότρυνε να εξομολογούνται και να κερδίζουν την ανεκτικότητα του Ιεχωβά Θεού και τους προειδοποιούσε να μην απαρνηθούν τον Θεό χάριν της άπληστης φιληδονίας τους. Οι αρχές σύμφωνα με τις οποίες ο Ιώβ συμπεριφερόταν στους άλλους είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις αρχές του σεβασμού του για τον Θεό και την αποφυγή του κακού. Αγαπούσε ό,τι επιδοκίμαζε ο Θεός και μισούσε ό,τι απωθούσε τον Θεό και αγαπούσε όσους σέβονταν τον Θεό στην καρδιά τους και μισούσε όσους διέπρατταν κακό ή διέπρατταν αμαρτίες κατά του Θεού. Αυτή την αγάπη και το μίσος επιδείκνυε στην καθημερινότητά του και αυτή ήταν η ακεραιότητα του Ιώβ που έβλεπαν τα μάτια του Θεού. Φυσικά, αυτή είναι και η έκφραση και το βίωμα της αληθινής ανθρώπινης φύσης του Ιώβ στις σχέσεις του με τους άλλους στην καθημερινότητά του, τα οποία πρέπει να γνωρίσουμε.
Οι εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης του Ιώβ κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του (κατανοώντας την τελειότητα, την ακεραιότητα του Ιώβ, τον σεβασμό του για τον Θεό και την αποφυγή του κακού κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών του)
Αυτό που έχουμε συζητήσει παραπάνω είναι οι διάφορες πτυχές της ανθρώπινης φύσης του Ιώβ που εκδηλώνονταν στην καθημερινότητά του πριν ξεκινήσουν οι δοκιμασίες του. Αναμφίβολα, αυτές οι διάφορες εκδηλώσεις παρέχουν μια αρχική γνωριμία και κατανόηση της ακεραιότητας του Ιώβ, του σεβασμού του Θεού και της αποφυγής του κακού, και φυσικά παρέχουν μια αρχική επιβεβαίωση. Ο λόγος για τον οποίο λέω «αρχική» είναι επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι ακόμα δεν κατανοούν πραγματικά την προσωπικότητα του Ιώβ και τον βαθμό μέχρι τον οποίο επιδίωκε την υπακοή και τον σεβασμό για τον Θεό. Τουτέστιν, η κατανόηση των περισσότερων ανθρώπων όσον αφορά τον Ιώβ δεν ξεπερνά την κάπως ευνοϊκή εντύπωση που σχηματίζεται γι’ αυτόν ως αποτέλεσμα των όσων είπε και αναφέρονται στην Βίβλο: «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον» και«τα αγαθά μόνον θέλομεν δεχθή εκ του Θεού, και τα κακά δεν θέλομεν δεχθή;» Συνεπώς, έχουμε μεγάλη ανάγκη να καταλάβουμε πώς βίωνε ο Ιώβ την ανθρώπινη φύση του όταν δέχτηκε τις δοκιμασίες του Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αληθινή ανθρώπινη φύση του Ιώβ θα αποκαλυφθεί σε όλους στο σύνολό της.
Όταν ο Ιώβ άκουσε ότι είχε κλαπεί η περιουσία του, ότι οι γιοι και οι θυγατέρες του είχαν χάσει τη ζωή τους και ότι οι υπηρέτες του είχαν σκοτωθεί, αντέδρασε ως εξής: «Τότε σηκωθείς ο Ιώβ διέσχισε το επένδυμα αυτού και εξύρισε την κεφαλήν αυτού και έπεσεν επί την γην και προσεκύνησε» (Ιώβ 1:20). Αυτά τα λόγια μας μιλάνε για ένα γεγονός: αφού άκουσε αυτή την είδηση, ο Ιώβ δεν πανικοβλήθηκε, δεν έκλαψε ούτε κατηγόρησε τους υπηρέτες που του έφεραν την είδηση, πολύ λιγότερο δε, επιθεώρησε τη σκηνή του εγκλήματος για να διερευνήσει και να επαληθεύσει το πώς και το γιατί και να μάθει τι πραγματικά συνέβη. Δεν έδειξε κανέναν πόνο ή λύπη για την απώλεια της περιουσίας του, ούτε κατέρρευσε θρηνώντας για την απώλεια των παιδιών του, των αγαπημένων του. Αντιθέτως, έσκισε το ένδυμά του, ξύρισε το κεφάλι του, κι έπεσε στο έδαφος και προσκύνησε. Οι ενέργειες του Ιώβ διαφέρουν από αυτές ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Προκαλούν σύγχυση σε πολλούς ανθρώπους, και τους κάνουν να επιπλήξουν τον Ιώβ για την «ψυχρότητά του» στην καρδιά τους. Αν έχαναν ξαφνικά την περιουσία τους, οι κανονικοί άνθρωποι θα φαίνονταν συντετριμμένοι ή απελπισμένοι — ή, στην περίπτωση κάποιων ανθρώπων, ίσως και να έπεφταν σε βαθιά κατάθλιψη. Αυτό συμβαίνει επειδή στην καρδιά τους, η περιουσία των ανθρώπων αντιπροσωπεύει μια ζωή κόπων, είναι εκείνη στην οποία στηρίζουν την επιβίωσή τους, είναι η ελπίδα που τους κρατάει ζωντανούς. Η απώλεια της περιουσίας τους σημαίνει ότι οι κόποι τους πήγαν χαμένοι, ότι δεν έχουν ελπίδα, και μάλιστα ότι δεν έχουν μέλλον. Αυτή είναι η στάση κάθε φυσιολογικού ατόμου προς την περιουσία του και η στενή σχέση που έχει με αυτή, και αυτή είναι και η σημασία της περιουσίας στα μάτια των ανθρώπων. Ως εκ τούτου, η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων αισθάνεται σύγχυση από την ψύχραιμη στάση του Ιώβ ως προς την απώλεια της[β] περιουσίας του. Σήμερα, θα διαλύσουμε τη σύγχυση όλων αυτών των ανθρώπων εξηγώντας τι συνέβαινε μέσα στην καρδιά του Ιώβ.
Η κοινή λογική υπαγορεύει ότι, δεδομένου ότι ο Ιώβ είχε λάβει τόσο μεγάλη περιουσία από τον Θεό, ο Ιώβ θα έπρεπε να αισθάνεται ντροπή ενώπιον του Θεού εξαιτίας της απώλειας αυτών των περιουσιακών στοιχείων, διότι δεν τα είχε φυλάξει ούτε τα είχε φροντίσει, δεν είχε διατηρήσει τα περιουσιακά στοιχεία που του δόθηκαν από τον Θεό. Έτσι, όταν άκουσε ότι η περιουσία του είχε κλαπεί, η πρώτη του αντίδραση θα έπρεπε να ήταν να πάει στη σκηνή του εγκλήματος και να κάνει απογραφή όλων όσων είχαν χαθεί,[γ] και στη συνέχεια να εξομολογηθεί στον Θεό, ώστε να μπορέσει για άλλη μια φορά να λάβει τις ευλογίες του Θεού. Ο Ιώβ, όμως, δεν το έκανε — και φυσικά είχε τους λόγους του που δεν το έκανε. Στην καρδιά του, ο Ιώβ πίστευε ακράδαντα ότι ο Θεός τού είχε παραχωρήσει όλα όσα κατείχε, και δεν ήταν προϊόν του δικού του μόχθου. Συνεπώς, δεν έβλεπε αυτές τις ευλογίες ως κάτι στο οποίο έπρεπε να επενδύσει, αλλά τηρούσε με νύχια και με δόντια τις αρχές σύμφωνα με τις οποίες ζούσε. Αγαπούσε τις ευλογίες του Θεού και τον ευχαριστούσε γι’ αυτές, αλλά δεν ήταν εξαρτημένος από αυτές, ούτε επιζητούσε περισσότερες ευλογίες. Αυτή ήταν η στάση του απέναντι στην περιουσία. Δεν έκανε τίποτα απλώς και μόνο για να κερδίζει ευλογίες, ούτε ανησυχούσε ή στεναχωριόταν από την έλλειψη ή την απώλεια των ευλογιών του Θεού. Δεν ένιωθε υπερβολική, τρελή χαρά εξαιτίας των ευλογιών του Θεού, ούτε αγνοούσε την οδό του Θεού ούτε ξεχνούσε τη χάρη του Θεού λόγω των ευλογιών που απολάμβανε συχνά. Η στάση του Ιώβ απέναντι στην περιουσία του αποκαλύπτει στους ανθρώπους την αληθινή του ανθρώπινη φύση: πρώτον, ο Ιώβ δεν ήταν άπληστος άνθρωπος και δεν είχε απαιτήσεις από την υλική του ζωή. Δεύτερον, ο Ιώβ δεν ανησυχούσε ποτέ ούτε φοβόταν ότι ο Θεός θα του έπαιρνε όλα όσα είχε, η οποία ήταν η στάση της υπακοής στον Θεό μέσα στην καρδιά του. Τουτέστιν, δεν είχε απαιτήσεις ή παράπονα για το πότε ή αν ο Θεός θα έπαιρνε από αυτόν, και δεν ζητούσε τον λόγο, αλλά μόνο προσπαθούσε να υπακούει τις ρυθμίσεις του Θεού. Τρίτον, ποτέ δεν πίστευε ότι η περιουσία του προήλθε από τον δικό του μόχθο, αλλά ότι του παραχωρήθηκε από τον Θεό. Αυτή ήταν η πίστη του Ιώβ στον Θεό και αποτελεί ένδειξη της πεποίθησής του. Καθίσταται σαφής η ανθρώπινη φύση του Ιώβ και η αληθινή καθημερινή του επιδίωξη όπως συνοψίζεται στα τρία αυτά σημεία του; Η ανθρώπινη φύση και η επιδίωξη του Ιώβ ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ψύχραιμης συμπεριφοράς του όταν ήρθε αντιμέτωπος με την απώλεια της περιουσίας του. Ακριβώς λόγω της καθημερινής του επιδίωξης, ο Ιώβ είχε το ανάστημα και την πεποίθηση να πει: «Ο Ιεχωβά έδωκε και ο Ιεχωβά αφήρεσεν· είη το όνομα Ιεχωβά ευλογημένον» κατά τις δοκιμασίες του Θεού. Αυτά τα λόγια δεν τα είχε σκεφτεί σε μια νύχτα ο Ιώβ, ούτε του ήρθαν έτσι στο μυαλό. Ήταν όσα είχε δει και αποκτήσει κατά τη διάρκεια πολυετούς εμπειρίας ζωής. Σε σύγκριση με όλους όσοι αναζητούν μόνο τις ευλογίες του Θεού και φοβούνται ότι ο Θεός θα πάρει από αυτούς, και το απεχθάνονται και παραπονούνται γι’ αυτό, δεν είναι πολύ πραγματική η υπακοή του Ιώβ; Σε σύγκριση με όλους όσοι πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός, αλλά οι οποίοι ποτέ δεν πίστευαν ότι ο Θεός κυβερνάει επί των πάντων, δεν διαθέτει ο Ιώβ μεγάλη ειλικρίνεια και ακεραιότητα;